Η μεγάλη αποχή που έπληξε σε έντονο βαθμό το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, στις τελευταίες εκλογές, σε συνδυασμό με την αποσυσπείρωσή τους, δείχνει ξεκάθαρα ότι ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς αναζητεί άλλα πράγματα.
Έτσι, σήμερα οι εκλογικές βάσεις των κομμάτων είναι αρκετά ρευστές. Τίθεται λοιπόν ευλόγως το ερώτημα: Η δημιουργία νέων κομματικών φορέων θα μπορέσει να αναπληρώσει το κενό που άφησαν τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν, με τις μεγάλες αστοχίες και τις δραματικές παραλείψεις, τα τελευταία χρόνια;
Στην αριστερά και στη συνείδηση του κόσμου της, υπήρχε πάντα μια «απενοχοποίηση» στη δημιουργία νέων πολιτικών φορέων, με την έννοια ότι πάντα υπάρχει χώρος για να εκφραστεί το όραμα του σοσιαλισμού από διαφορετικούς ανθρώπους. Εξάλλου, η κοινωνία πάντα θα αναζητά ανατροπή του μοντέλου αντιπροσώπευσης και ρήξη με το σύστημα και τη δομή διακυβέρνησης, και τα κόμματα αυτά εδράζουν τη δυναμική τους σε αυτή την αντιπολιτευτική ρητορική.
Για την κυοφορούμενη απόπειρα των κομμάτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου δεν ξέρουμε την κατάληξή της και αν θα εξελιχθεί σε έναν υπολογίσιμο παίκτη, τουλάχιστον εκλογικά, και εν δυνάμει αξιοπρεπή συνομιλητή του κυβερνώντος κόμματος.
Φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχνάνε ότι στην παλιά αριθμητική δεν μπορούμε να προσθέσουμε μήλα και πορτοκάλια. Τώρα, πώς θα προστεθούν και θα «δουλέψουν» πολιτικά κόμματα αντίπαλα μέχρι χθες, η ιστορία θα το καταγράψει.
Αυθαίρετα, συνένωση κομματικών δυνάμεων, με σημαντικές προγραμματικές διαφορές σε πλείστα θέματα, όπως γεωπολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, εγκυμονεί αστάθεια.
Είναι βαριά η κομματική φανέλα!
Στην Κεντροδεξιά όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο χώρος αυτός έχει μια σκληρή παράδοση ενότητας, ενώ ιστορικά όλες οι απόπειρες δημιουργίας νέων πολιτικών ομάδων, υπολογίσιμων, έχουν αποτύχει πλην των περιόδων με συνθήκες γενικευμένης δυσαρέσκειας, αλλά και πάλι με μικρό ορίζοντα ύπαρξης.
Ακόμη, δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών είχαν χαρακτήρα αντίδρασης και δυσαρέσκειας του εκλογικού σώματος απέναντι στο κυβερνών κόμμα. Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν τα αποτελέσματα, αν το διακύβευμα των εκλογών ήταν η αλλαγή κυβέρνησης. Θα το μάθουμε το αργότερο σε τρία χρόνια.
Εν κατακλείδι, τα όποια νέα πολιτικά μορφώματα εμφανιστούν, είναι πιθανόν να συμβάλλουν σε μια ακόμη μεγαλύτερη ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Αν δεν ρισκάρουν κάτι καινούργιο και δεν συγκρουστούν με το παλιό, κινδυνεύουν να εκληφθούν ως μέρος του «κατεστημένου»!
Άλλωστε οι πολίτες γνωρίζουν ότι σε πολλά κόμματα περισσεύει το «προοδευτικό» πρόσημο όταν είναι στην αντιπολίτευση και μετασχηματίζεται σε «συντηρητικό» όταν πάρουν την εξουσία.
Εδώ, αν προσθέσουμε και την ύπαρξη εμφανών προσωπικών στρατηγικών, έχουμε πλήρη την εικόνα ενός «καινούργιου» που φαντάζει ως συνέχεια του «παλιού» με άλλα μέσα.
του Θανάση Παπαμιχαήλ
Επικοινωνιολόγος, Συγγραφέας Οδηγών
Πολιτικής Αυτοβελτίωσης (Σ.Ο.Π.Α.)