Νέα δεδομένα δημιουργούνται στις αναπηρικές συντάξεις, με βάση την ιατρική εικόνα που παρουσιάζει ο ασφαλισμένος.
Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του ΕΦΚΑ, τίθενται δύο σημαντικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση αναπηρίας από κοινή νόσο σε εργαζομένους με προϋπάρχουσα αναπηρία. Έτσι, το συνολικό ποσοστό αναπηρίας δεν θα προσδιορίζεται με βάση το άθροισμα της αναπηρίας που προϋπήρχε και αυτής που προέκυψε ακολούθως, αλλά το συνολικό ποσοστό πρέπει να είναι τουλάχιστον 50% και το ποσοστό της νέας αναπηρίας να είναι τουλάχιστον 20% επί της βαθμίδας αυτής.
Έτσι, αν κάποιος ασφαλισμένος είχε αναπηρία πριν από την υπαγωγή του στην ασφάλιση, τότε θεωρείται ως άτομο με αναπηρία, εφόσον αυτή επιδεινώθηκε μετά την ασφάλισή του και η μεταγενέστερη της υπαγωγής στην ασφάλιση αναπηρία φτάνει τουλάχιστον το 40% της αναπηρίας, βάσει της οποίας ζητεί τη χορήγηση σύνταξης. Η βαθμίδα στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος καθορίζεται από το ποσοστό επιδείνωσης της αναπηρίας του δικαιούχου και με βάση αυτή του χορηγείται η εθνική σύνταξη. Σύμφωνα με τις οδηγίες που έχουν δοθεί στις υγειονομικές επιτροπές, είτε πρόκειται για νέα πάθηση είτε για επιδείνωση προϋπάρχουσας, τότε αυτές γνωματεύουν το συνολικό ποσοστό αναπηρίας που καθορίζεται απ’ όλες τις παθήσεις του ασφαλισμένου και ένα επιπλέον ποσοστό αναπηρίας που οφείλεται μόνο στην επιδείνωση ή τη νέα πάθηση, η οποία εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της ασφάλισης. Πρακτικά, αν κάποιος ασφαλισμένος έχει αναπηρία 67% από μία νόσο και στη συνέχεια υπάρξει επιδείνωσή της ή εμφανιστεί και άλλη με ποσοστό αναπηρίας 40%, δεν μπορεί να έχει αναπηρία… 107%. Σχετικά με το ποσό που θα λαμβάνει ένας ανάπηρος με βάση τα προαναφερόμενα, αυτό θα προκύπτει εφόσον κατ’ ελάχιστον υφίσταται συνολικό ποσοστό αναπηρίας 50% και το ποσοστό της επιδείνωσης ή της νέας πάθησης ανέρχεται τουλάχιστον σε 20% ή 40% x 50%.
του Λουκά Γεωργιάδη