Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, ο Κώστας Γκιουλέκας μας μιλάει για το πώς έβγαλε το πρώτο του μεροκάματο, για τη δημοσιογραφική αποστολή που καθόρισε τη μετέπειτα πολιτική του διαδρομή, για τους σημαντικούς καλλιτέχνες που τον «υιοθέτησαν» αλλά και για τις πολύτιμες ιστορικές συλλογές του.
της Άννας Καραβοκύρη
Φωτό: ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΦΗΣ
Είστε από τους πολιτικούς που πριν μπουν στη Βουλή είχαν κολλήσει πολλά ένσημα στην επαγγελματική τους πορεία. Σε ποια ηλικία βγάλατε το πρώτο σας μεροκάματο;
Δουλεύω από τα 14 χρόνια μου στην οικογενειακή επιχείρηση. Προέρχομαι από εμπορική οικογένεια. Ο πατέρας μου Πέτρος είχε μια επιχείρηση αθλητικών ειδών. Δουλεύαμε όλη η οικογένεια μαζί, η μάνα μου η Μαγδαληνή, ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Άκης και εγώ. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο σχολείο και τις υπόλοιπες ώρες δούλευα. Ήταν μια μοναδική εμπειρία για μένα. Το πρώτο μου μεροκάματο, όμως, σε άλλη δουλειά το έβγαλα όταν ήμουν 14-15 χρόνων. Ήταν το πρώτο πεντακοσάρικο που κέρδισα στη ζωή μου. Δεν το χάλασα ποτέ.
Συνολικά πόσα χρόνια δουλέψατε πριν μπείτε στην ενεργό πολιτική;
Εργάστηκα 27 συναπτά χρόνια ως δημοσιογράφος και παράλληλα 22 χρόνια ως δικηγόρος. Μαχόμενος σκληρά και στους δύο επαγγελματικούς στίβους. Δεν έλειψα ούτε μία ημέρα από τις αίθουσες σύνταξης, τα ραδιοφωνικά στούντιο, τα τηλεοπτικά πλατό, ούτε μία ημέρα από τα δικαστήρια. Σκληρή δουλειά που μου εξασφάλισε μια καλή επαγγελματική πορεία.
Και πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με τη δημοσιογραφία;
Ξεκίνησα μετά από μια σειρά από συμπτώσεις στα 17 χρόνια μου, μαθητής της Γ’ Λυκείου, από την εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» και από τον κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας. Ήταν μια χρονιά πολύ γοητευτική αλλά και πολύ δύσκολη για εμένα. Φοιτούσα στο σχολείο, μόλις σχολούσα έτρεχα στην εφημερίδα κάθε μεσημέρι και τα βράδια κρεμούσα στον ώμο ένα πολύ βαρύ μαγνητόφωνο UHER και έκανα ραδιοφωνικά ρεπορτάζ για την καθημερινή πρωινή εκπομπή «Ραδιοφωνικό Περισκόπιο». Παράλληλα ετοιμαζόμουν για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Νομική Σχολή.
Πώς καταφέρατε να είστε και φοιτητής και δημοσιογράφος;
Τα σκέφτομαι με πολλή νοσταλγία όλα αυτά και ευχαριστώ τον Θεό που με βοήθησε να ακολουθήσω αυτούς τους δρόμους, και τους δασκάλους μου, τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν στο ξεκίνημά μου. Και η πολιτική πώς προέκυψε στην πορεία σας; Συμπαρατάχθηκα με πολλά άλλα παιδιά στη Νεολαία της Νέας Δημοκρατίας από δεκατριών χρόνων. Είμαι το τρίτο ιδρυτικό μέλος της Νεολαίας της ΝΔ στη Βόρειο Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά δεν σχεδίαζα να πολιτευτώ. Για ποιο λόγο δεν το σκεφτόσασταν; Ήμουν πολύ απορροφημένος με τη δημοσιογραφία και τη δικηγορία. Η είσοδός μου στην πολιτική έγινε ξαφνικά, τρεις μόλις εβδομάδες πριν από τις εκλογές του 2000 μετά από πρόταση του π. πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, τον οποίο ευχαριστώ, γιατί μου άνοιξε τον δρόμο στην πολιτική. Από τότε εκλέγομαι στην Α’ Θεσσαλονίκης. Χρωστώ ευγνωμοσύνη στους συμπολίτες μας, οι οποίοι μου κάνουν την τιμή να με στέλνουν ως εκπρόσωπό τους, μαζί με άλλους, στο Κοινοβούλιο όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό το αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τους Θεσσαλονικείς δεν θα το ξεπεράσω ποτέ όσο ζω.
Τι θυμάστε από εκείνη την πρώτη σας προεκλογική εκστρατεία;
Ήταν τόσο ξαφνικά, ώστε την πρώτη ημέρα της μόλις τριών εβδομάδων προεκλογικής εκστρατείας μου θυμάμαι ότι βρέθηκα στην Κοζάνη όπου δίκαζα σε Εφετείο, ως δικηγόρος, για κάποιον πελάτη μου. Μάλιστα, ο εισαγγελέας της έδρας με ρώτησε στη διάρκεια της δίκης με έκπληξη εάν ήμουν εγώ ο Κωνσταντίνος Γκιουλέκας που κατέβαινε ως υποψήφιος στην Α’ Θεσσαλονίκης, όπως είχε διαβάσει στις εφημερίδες. Όταν του το επιβεβαίωσα, γύρισε και μου είπε ξαφνιασμένος: «Μα, καλά, παιδί μου, σε τρεις εβδομάδες έχεις εκλογές στη Θεσσαλονίκη, και εσύ δικάζεις στην Κοζάνη;».
Ως μάχιμος δημοσιογράφος, ποιο ρεπορτάζ σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη σας;
Ένα από εκείνα που θα μου μείνουν αξέχαστα είναι μια αποστολή το 1990 στη Βόρειο Ήπειρο. Ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες, μαζί με το Ίδρυμα Παλιννοστούντων, που επετράπη από τις αλβανικές αρχές να πάμε στην ηρωική Χειμάρρα. Ήμασταν με τηλεοπτικό συνεργείο. Προπορευόμουν της αποστολής, όταν είδα μια Χειμαρριώτισσα, μαυροφορεμένη με μαντίλι, που θύμιζε Ερινύα από αρχαία τραγωδία, να στέκει στη μέση και να μας φράζει τον δρόμο. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο και έσκυψα να φιλήσω το χέρι αυτής της περήφανης Ελληνίδας γερόντισσας. Εκείνη το τράβηξε, έσκυψε να φιλήσει το δικό μου –φυσικά, τραβήχτηκα πίσω– και την αντίκρισα να στρέφει το βλέμμα προς τον ουρανό και να λέει, με αναφιλητά, εκείνα τα συγκλονιστικά λόγια: «Θεέ μου, τώρα μπορείς να με πάρεις. Μετά από 45 χρόνια ξανάδα Έλληνα στη Χειμάρρα…». Είναι μια στιγμή που σφράγισε την καρδιά και τη μνήμη μου. Και θα σας εξομολογηθώ κάτι. Αυτό καθόρισε και την απόφασή μου για την ανάμειξή μου στην πολιτική. Τέτοιες στιγμές σε κάνουν να νιώθεις τι σημαίνει χρέος, αποστολή, σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι οφείλεις να αγωνίζεσαι διαρκώς για να φανείς χρήσιμος στον τόπο, στην πατρίδα, στους Έλληνες.
Την «πένα» σας, όμως, δεν την έχετε εγκαταλείψει, διότι πληροφορούμαι ότι αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί το νέο σας βιβλίο για την Ελληνική Επανάσταση.
Ναι, είμαστε στα πρόθυρα του τυπογραφείου. Πρόκειται για ένα δίτομο έργο, περίπου 1.300 σελίδων, που φωτίζει λιγότερο γνωστές πτυχές της Εθνεγερσίας του 1821. Προσπάθησα επί χρόνια να εντοπίσω και να συγκεντρώσω ένα πολύτιμο υλικό, κυρίως, από τις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα στη διάρκεια της επανάστασης. Αυτά που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι η φωνή και η σκέψη των επαναστατών, γιατί τα έγραψαν οι ίδιοι την εποχή που αγωνίζονταν, που πέθαιναν για την Ελλάδα, μέσα στην επανάσταση. Είναι ένα αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το 1821, ένα μνημόσυνο σε όλους εκείνους, τους πάππους μας, που πήραν το σπαθί και μας χάρισαν τη λευτεριά μας. Θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις Μένανδρος, σε έναν μήνα, στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Είναι προφανές ότι έχετε πάθος με την ιστορία και από όσο γνωρίζω είστε και συλλέκτης. Τι συλλογές έχετε;
Δεκαετίες προσπαθώ να συγκεντρώσω έντυπα και άλλο υλικό που έχει σχέση με τη νεότερη ελληνική ιστορία και, κυρίως, με τους εθνικούς αγώνες. Από την Επανάσταση του 1821 ως τις ημέρες μας. Όλα αυτά που έχουν συγκεντρωθεί δεν είναι δικά μου. Πρόκειται για κειμήλια του έθνους που κάποιοι φροντίζουμε να τα συγκεντρώσουμε για να διατηρήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη. Η συλλογή μου περιλαμβάνει χιλιάδες εφημερίδες, προκηρύξεις, επιστολές, διαταγές και άλλα έντυπα, προσωπικά αντικείμενα που συνδέονται με προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν σε διάφορες περιόδους, φωτογραφίες, στολές, οπλισμό κ.ά. Επίσης μέσα από την έρευνα δεκαετιών έχει συγκεντρωθεί μια πολύ μεγάλη και ενημερωμένη βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων, καθώς και ένα αρχείο με διάφορες θεματικές, τα οποία και αυτά σκέφτομαι να τα παραχωρήσω εκεί που θα ήταν χρήσιμα για περισσότερους συνανθρώπους μας.
Για παιδιά, σπουδαστές, ερευνητές, μελετητές, για ιστορικούς… Αυτό τον ιστορικό θησαυρό τον έχετε σε προσωπικό σας αρχείο ή έχετε κάνει και δωρεές;
Ένα μεγάλο μέρος αυτής της συλλογής από το Έπος του ’40 το έχω παραχωρήσει στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης – το παράρτημα του Πολεμικού Μουσείου των Αθηνών. Πρόκειται για μια μόνιμη έκθεση, με τίτλο «Έτσι πολεμήσαμε το 1940-41». Είναι μια έκθεση που εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα εκθέματα. Πρόσφατα δημιουργήσαμε στο μουσείο και μια πτέρυγα αφιερωμένη στον Μακεδονικό Αγώνα. Ακόμη, φέτος λειτουργεί μια έκθεση για τα 200 χρόνια από το 1821 στο μουσείο βασισμένη σε κειμήλια κάποιων συλλεκτών, ανάμεσα στους οποίους είμαι και εγώ. Χαίρομαι γιατί ένα μεγάλο μέρος από όλα αυτά τα κειμήλια βρίσκονται στον φυσικό χώρο τους, στο Πολεμικό Μουσείο, όπου και ανήκουν. Όλα αυτά τα κειμήλια αξίζουν μια μικρή περιουσία.
Σκεφτήκατε ποτέ να τα κρατήσετε ή να τα εκμεταλλευτείτε;
Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται εμπορικά και οικονομικά τις εθνικές παρακαταθήκες. Θα το θεωρούσα ντροπή να χρησιμοποιήσω όλη αυτή τη συλλογή για προσωπικό οικονομικό όφελος. Το παράσημο ενός ανθρώπου που σκοτώθηκε στη μάχη, το ημερολόγιο ενός πολεμιστή, οι εφημερίδες που αναφέρουν τα ιστορικά γεγονότα, δεν είναι είδος προς εκμετάλλευση. Ωστόσο, πράγματι δαπανήθηκαν πολλά χρήματα για να έρθουν αρκετά από αυτά στην κατοχή μου. Αν δεν υπήρχε αυτή η αγάπη, ίσως θα μπορούσα να κληροδοτήσω στον γιο μου μερικά διαμερίσματα. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Άλλα είναι τα κίνητρα και άλλου είδους είναι η αγάπη και η φροντίδα για όλα αυτά.
Εκτός από την αγάπη σας για την ιστορία, τη συγγραφή, τη διδασκαλία, την πολιτική και τη δημοσιογραφία, είστε και άνθρωπος των τεχνών και του θεάτρου. Σωστά;
Σωστά. Αγαπώ πολύ τον χώρο του πολιτισμού και είχα την ευκαιρία να γνωρίσω κάποιους σημαντικούς ανθρώπους της τέχνης, από τους οποίους διδάχθηκα πολλά. Ιδιαίτερα επειδή η συναναστροφή μου με αυτούς τους ανθρώπους συνέπεσε με την πρώιμη νιότη μου. Ήταν ένα μοναδικό σχολειό όλα αυτά που έμαθα, άκουσα και είδα κοντά τους.
Με ποιους είχατε ιδιαίτερη σχέση;
Με τον Μίμη Τραϊφόρο, τον συγγραφέα και ποιητή, που έγραψε το θρυλικό «Παιδιά, της Ελλάδος Παιδιά», και για μικρό διάστημα – έφυγε νωρίς– με την τραγουδίστρια της νίκης Σοφία Βέμπο. Με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Νίκο Ξυλούρη. Υπήρξε μια πνευματική υιοθεσία με κάποιους από αυτούς τους κορυφαίους, τους μοναδικούς ανθρώπους. Τους χρωστώ πάρα πολλά, γιατί η συναναστροφή και η ευκαιρία που μου έδωσαν να είμαι μαζί τους διαμόρφωσαν εν πολλοίς τον χαρακτήρα και τη ζωή μου. Μαζί με τους γονείς και κάποιους δασκάλους μου, υπήρξαν οι καθοδηγητές μου στην πορεία που ξεκινούσα…
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο που κυκλοφόρησε το Σάββατο στις 21/08