Αύξηση στις αγγελίες μελισσοκόμων που πωλούν τον εξοπλισμό τους
Η ακρίβεια στις πρώτες ύλες, οι ξηροθερμικές συνθήκες με την παρατεταμένη ανομβρία και οι ελληνοποιήσεις ξένων μελιών είναι οι κύριοι λόγοι που εξουθενώνουν τους μικρούς παραγωγούς, τους αποστρέφουν από τη μελισσοκομία και τους αναγκάζουν να βάλουν λουκέτο στα μελίσσια τους, πουλώντας όσο όσο πολλές φορές τα υλικά με τα οποία έβγαζαν, μέχρι πρότινος, το μεροκάματο τους.
Κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι είναι οι νέοι μελισσοκόμοι και αυτό αποτυπώνεται στις εγγραφές των νέων μελών στο Μελισσοκομικό Σύλλογο Νομού Θεσσαλονίκης. Στα τέλη Αυγούστου του 2020 οι εγγραφές στο σύλλογο ήταν 76. Τέσσερα χρόνια μετά, ακριβώς την ίδια περίοδο, οι εγγραφές είναι μόλις 26. «Η μείωση είναι τριπλάσια και αυτό οφείλεται στη συνταξιοδότηση της παλιάς γενιάς μελισσοκόμων και στο γεγονός ότι πλέον η μελισσοκομία δεν είναι ένα ελκυστικό επάγγελμα για τους νέους, για αυτό δεν το προτιμούν», περιγράφει στην Karfitsa η πρόεδρος του Συλλόγου, Αλεξάνδρα Σωτηράκη.
Η τεράστια μείωση μελιού
Οι κλιματολογικές συνθήκες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστα και τα μελίσσια, καθώς το μέλι παράγεται μετά από έναν κύκλο που κάνει μεταξύ της η φύση. Μέλισσες και φύση αλληλοεπιδρούν. Η βροχή θα ποτίσει το χώμα και θα φέρει την ανθοφορία, οι μέλισσες εργάτριες θα επισκεφθούν τα λουλούδια και θα αντλήσουν το νέκταρ τους, θα το μεταφέρουν στο μελίσσι και θα γίνει η επεξεργασία του.
Η παρατεταμένη ανομβρία, όμως, σε περιοχές της χώρας μας αφήνει διψασμένο το χώμα και μειώνει την ανθοφορία. Σε συνδυασμό με τους ψεκασμούς φυτοφαρμάκων οι επιπτώσεις είναι σημαντικές, ιδίως τα τελευταία χρόνια. «Πέρσι η παραγωγή μελιού ήταν μειωμένη κατά 70% συγκριτικά με πρόπερσι. Η φετινή παραγωγή είναι μειωμένη κατά 80% σε σχέση με πέρσι», σημειώνει η κ. Σωτηράκη. «Φέτος την άνοιξη είχαμε κυρίως λασποβροχή, την αφρικάνικη σκόνη, η οποία κάθεται πάνω στα φυτά και σταματάει την παραγωγή νέκταρ και γύρης, διακόπτοντας την ανθοφορία», αναφέρει η πρόεδρος του συλλόγου και συμπληρώνει πως φέτος, στις περισσότερες περιοχές, όπου πήγαν τα μελίσσια τα κατέστρεψαν οι καιρικές συνθήκες. «Έβρεξε με καταρρακτώδεις βροχές σε περιόδους που δεν έπρεπε να βρέξει, ενώ στη Θεσσαλονίκη από τον Ιούνιο είχε να βρέξει δυόμιση μήνες και παρακαλούσαμε για λίγο νερό. Φέτος ακόμη και τα θυμάρια ξεράθηκαν», υπογράμμισε.
Στα προβλήματα έρχεται να προστεθεί ένα ακόμη, το οποίο μάλιστα προέρχεται από ανθρώπινο χέρι, και δεν είναι άλλο από το ράντισμα καλλιεργειών με φυτοφάρμακα. «Η χρήση φυτοφαρμάκων είναι ανεξέλεγκτη. Από το ψέκασμα έχουμε μεγάλες απώλειες μελισσιών. Χρόνο με το χρόνο τα μελίσσια μειώνονται. Όταν μια μέλισσα μαζέψει γύρη από λουλούδι που έχει ψεκαστεί με φυτοφάρμακο μολύνεται. Στη συνέχεια μεταφέρει το φυτοφάρμακο μέσω της γύρης στο μελίσσι και καταρρέει ολόκληρο».
Μια ακόμη αλλαγή που έχει επιφέρει η κλιματική αλλαγή στους μελισσοκόμους είναι να τους μεταφέρει νωρίτερα, από ότι συνήθιζαν, στα βουνά. «Η μελισσοκομία γίνεται όλο και πιο ορεινή», λέει η κ. Σωτηράκη, διότι τα βουνά και τα δάση αποτελούν, τουλάχιστον προς το παρόν, μια ασφαλή περιοχή από φυτοφάρμακα, έχουν δροσιά και υγρασία λόγω των πηγών.
Ένα μέλι που δεν είναι μέλι
Οι ελληνοποιήσεις μελιών δεν είναι τωρινό φαινόμενο, όμως είναι ένα πλήγμα για τους μελισσοκόμους, για το οποίο δεν έχει βρεθεί αντίδραση. Τα νοθευμένα μέλια έχουν σύμμαχο την ακρίβεια, καθώς πωλούνται σε χαμηλότερη τιμή συγκριτικά με το μέλι των παραγωγών και καθίσταται πιο «γλυκό» για την τσέπη του καταναλωτή, όμως η κ. Σωτηράκη τονίζει πως «τα νοθευμένα μέλια μπορεί να έχουν ελκυστική τιμή, όμως ως επί το πλείστον δεν είναι μέλια. Ενδεικτικά, το σύνολο των μελιών που εισήχθησαν στη χώρα μας την περίοδο 2020-2021, σύμφωνα με την έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Υγείας και Ασφάλειας τροφίμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήταν νοθευμένα. Αναμιγνύοντας δυο κιλά ελληνικό μέλι με έναν τόνο εισαγόμενο μέλι βαφτίζεται όλο το μέλι ελληνικό. Η τιμή τους κυμαίνεται από δύο μέχρι τέσσερα ευρώ το κιλό. Είναι μια τιμή που δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο επτά-οκτώ ευρώ είναι το κόστος παραγωγής για εμάς».
Ο καταναλωτής, σύμφωνα με την κ. Σωτηράκη, θα πρέπει να διαβάζει τις ετικέτες στις συσκευασίες των μελιών, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να γνωρίζει την προέλευση του. «Όταν αναγράφει ‘’μέλι από χώρες της ΕΕ’’ να ξέρουν πως δεν είναι ελληνικό», αναφέρει και τονίζει πως οι καταναλωτές πρέπει να εμπιστεύονται τους τοπικούς παραγωγούς.