Βασικός στόχος Μητσοτάκη να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, το ΠΑΣΟΚ έχει μια τελευταία ευκαιρία, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει προς απόλυτη περιθωριοποίηση
Οι ενδείξεις του νέου φθινοπωρινού κύματος δημοσκοπήσεων φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη γενική αίσθηση: Η κυβέρνηση διατηρεί ένα ασφαλές προβάδισμα, χωρίς όμως να εμφανίζει ιδιαιτέρως σημαντικά σημεία ανάκαμψης, στον χώρο της αντιπολίτευσης αναδεικνύεται (δημοσκοπικά) το ΠΑΣΟΚ ως πρώτη δύναμη και ο ΣΥΡΙΖΑ κατρακυλά στην τέταρτη-πέμπτη θέση, ενώ σημαντικές συσπειρώσεις και ανοδικές τάσεις καταγράφονται στα δεξιά της ΝΔ και στον χώρο της άκρας και αντισυστημικής Αριστεράς.
Εφόσον οι συσχετισμοί αυτοί παγιωθούν, πιθανόν αυτή θα είναι και η δημοσκοπική αφετηρία για τις επόμενες εκλογές, είτε η τετραετία εξαντληθεί, είτε για κάποιον λόγο υπάρξει επίσπευση. Βέβαια, η επόμενη πολιτική περίοδος θα «χρωματισθεί» από τις όποιες αλλαγές επέλθουν στην ηγεσία των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Οι οποίες αλλαγές ασφαλώς και θα παίξουν ρόλο στη διαφαινόμενη αναδιάταξη των πολιτικών αποτόκων, η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε ένα νέο πεδίο συνεννοήσεων και πολιτικού διαλόγου. Ενδεχομένως και σε μία νέα βάση για ρεαλιστικές και αποτελεσματικές κυβερνητικές συνεργασίες, για τις οποίες αναδύονται ήδη παρασκηνιακές πολιτικές συζητήσεις, έστω και αν ο εκλογικός ορίζοντας είναι μακρινός και η κυβερνητική πλειοψηφία παραμένει ασφαλής. Αφορμή για τις αναζητήσεις αυτού του είδους δίνεται, αφενός, λόγω των γνωστών διαθέσεων μιας μερίδας βουλευτών της ΝΔ για δεξιούς επαναπροσδιορισμούς, και, αφετέρου, εν αναμονή της εκλογής ηγεσίας σε ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ, η οποία εκ των πραγμάτων θα διαμορφώσει μια νέα πολιτική συνθήκη, αφού θα αναδείξει τον νέο συνομιλητή του πρωθυπουργού στον χώρο της αντιπολίτευσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάντως δηλώνει αποφασισμένος να συνεχίσει η κυβέρνησή του τις μεταρρυθμίσεις, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος (λαμβάνοντας όμως υπόψη τις όποιες αντιδράσεις προέρχονται από τα δεξιά του), με βασικό στόχο να επιστρέψουν πίσω αυτοί που του έδωσαν την αυτοδυναμία το 2023, έτσι ώστε να ελπίζει σε μία τρίτη αυτοδύναμη κυβερνητική θητεία. Πιστεύει ότι το αρνητικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί και εσχάτως αποτυπώθηκε στις πρώτες δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου θα ανατραπεί. Ότι οι κυβερνητικές αποφάσεις για βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη, για τις παρεμβάσεις στήριξης σε ειδικά κοινά, όπως οι νέοι, οι οικογένειες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες, θα αποτελέσουν τη γέφυρα επανασύνδεσης της ΝΔ με κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, που διαδραμάτισαν, μέσω της ψήφου τους, τον δικό τους ρόλο στην πορεία για τις δύο διαδοχικές τετραετίες.
Στον χώρο της αντιπολίτευσης, το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι η μεγάλη απόσταση που χωρίζει ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ. Σε χειρότερη θέση βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επί των ημερών Κασσελάκη πήγε από το κακό στο χειρότερο. Τώρα ο κίνδυνος περαιτέρω συρρίκνωσης, που θα καθιστούσε τον ΣΥΡΙΖΑ μικρό κόμμα με μονοψήφιο ποσοστό, οδήγησε άλλοτε συμμάχους του Κασσελάκη (Παππάς, Πολάκης κ.ά.) να τον εγκαταλείψουν και να τον κηρύξουν έκπτωτο. Απτόητος εκείνος προαναγγέλλει ότι θα είναι πάλι υποψήφιος. Για να ολοκληρώσει προφανώς το «έργο» του. Όπως εξελίσσεται πάντως η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι όποιος και να είναι ο αρχηγός του, που θα προκύψει από τις εκλογές του Δεκεμβρίου, το κόμμα αυτό οδεύει προς την απόλυτη περιθωριοποίηση.
Το ΠΑΣΟΚ με την εκλογή νέου αρχηγού (ή την επανεκλογή Ανδρουλάκη) έχει μια τελευταία ευκαιρία να δημιουργήσει τις συνθήκες, όχι απλώς να επανακάμψει, αλλά να παίξει κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα, μετά από περίπου 14 χρόνια, όταν και άρχισε η κατρακύλα. Αυτή θα είναι η τελευταία του ευκαιρία, όπως επισήμανε και ο Κ. Σημίτης. Πάντως είναι ήδη αισθητό ότι ο πολιτικός προσανατολισμός του κόμματος σε περίπτωση επικράτησης του Νίκου Ανδρουλάκη ή (πολύ περισσότερο) του Χάρη Δούκα θα είναι πολύ διαφορετικός σε σχέση με την ενδεχόμενη νίκη της Άννας Διαμαντοπούλου ή του Παύλου Γερουλάνου. Ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο δήμαρχος της Αθήνας έχουν μια διακηρυγμένη πολιτική τοποθέτηση με κύριο στοιχείο την εμφατική «αντιδεξιά» ρητορική και φαίνεται ότι πολύ δύσκολα θα συνομιλούσαν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν ισχύει το ίδιο με την πρώην επίτροπο και τον πρώην υπουργό Πολιτισμού, οι οποίοι επιμένουν μεν στην αυτονομία του ΠΑΣΟΚ, έχουν όμως ούτως ή άλλως μια ανεπτυγμένη κουλτούρα πολιτικού διαλόγου, συνεννόησης και συνεργασίας. Πάντως, όποιο πρόσωπο εκ των υποψηφίων κατορθώσει να πείσει ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου της Κεντροαριστεράς, που είχε εγκαταλείψει το ΠΑΣΟΚ, θα κέρδιζε και αμέσως θα είχαμε ένα άλλο πολιτικό σκηνικό. Όχι πως επρόκειτο να ανατραπεί η κυβέρνηση του Μητσοτάκη, όπως διακηρύσσουν και μερικοί στο ΠΑΣΟΚ, αλλά σίγουρα θα δημιουργείτο μια νέα αρχή.
Παρά τις τριβές όμως και τα προβλήματα της διακυβέρνησης (ακόμη και εσωκομματικά), ο Μητσοτάκης συντηρεί αρκετά καλά τις δυνάμεις του, βρίσκεται με τις λογικές αναγωγές των ψηφοφόρων στις δημοσκοπήσεις πάνω από το 30% και, φυσικά, έχει μπροστά του δύο με δυόμισι χρόνια να ανακτήσει δυνάμεις και να περιορίσει τις απώλειες και τις διαρροές. Και να κατακτήσει και πάλι την αυτοδυναμία.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την ευκαιρία που έχουν οι «απέναντι» να συγκροτήσουν μια πολιτική δύναμη που θα σταθεί κατευθείαν ως αντίβαρο στην Κεντροδεξιά.
του Φώτη Σιούμπουρα