Αυτό υποστηρίζει η Eurelectric, ενώ σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η ευρεία εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών μπορεί να μειώσει έως 45% το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται μια ισχυρή στρατηγική εξηλεκτρισμού, προκειμένου να επιτύχει την απανθρακοποίηση της βιομηχανίας, ενισχύοντας παράλληλα τη ζήτηση ενέργειας και την ανταγωνιστικότητα, επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση «Power Barometer 2024» της ομοσπονδίας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ηλεκτρικής ενέργειας «Eurelectric» (εκπροσωπεί περισσότερες από 3.500 ευρωπαϊκές επιχειρήσεις). Την ίδια στιγμή ο ΣΕΒ, στον νέο πρακτικό Οδηγό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βιομηχανιών, δίνει τις συντεταγμένες για την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων.
«Ο συγκερασμός του ψηφιακού και του πράσινου μετασχηματισμού στη διαδρομή της βιομηχανίας προς τη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 55% μέχρι το 2030 και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το 2050, δημιουργεί σημαντικές δυνατότητες και ευκαιρίες. Ταυτόχρονα προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στο παρόν και στο μέλλον», τόνισε σε εκδήλωση του Συνδέσμου για τον πρακτικό Οδηγό η πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΣΕΒ Ράνια Αικατερινάρη.
«Το κομμάτι του παζλ που λείπει μεταξύ πράσινης ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας είναι ο εξηλεκτρισμός», υποστηρίζει ο Κρίστιαν Ρούμπι, Γενικός Γραμματέας της Eurelectric, και προσθέτει: Για να μηδενίσουμε τις εκπομπές αερίων και να πάμε σε ένα ασφαλές και ανταγωνιστικό μέλλον, ο εξηλεκτρισμός είναι ο τρόπος. Αυτό απαιτεί επείγουσα δράση, για τη διασφάλιση της βεβαιότητας των επενδυτών, την τόνωση της βιομηχανικής ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια και την ενίσχυση του ηλεκτρικού δικτύου της Ευρώπης.
Στάση επιχειρήσεων
Ο ΣΕΒ στον πρακτικό Οδηγό υπογραμμίζει ότι «η υπεύθυνη στάση των επιχειρήσεων απέναντι στο περιβάλλον αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για τη βιωσιμότητα, τη φήμη και την εξωστρέφειά τους, ενώ η μετάβασή τους προς πιο βιώσιμη λειτουργία συνδέεται όλο και περισσότερο με την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας και τη συμμετοχή τους σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Το 20% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ήδη κάνει πράξη αυτήν τη σύνδεση, το 44% θέτει κριτήρια περιβαλλοντικής βιωσιμότητας σε προμηθευτές και συνεργάτες, ενώ το 62% των προσωπικών επενδυτών λαμβάνουν υπόψη περιβαλλοντικούς παράγοντες στις αποφάσεις τους. Παράλληλα, πάνω από 80% των καταναλωτών θεωρούν σημαντικό για τις επιχειρήσεις να σχεδιάζουν περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα, ενώ και η ΕΕ, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ψηφιακής δεκαετίας, προτρέπει τον συγκερασμό της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης ως αλληλοσυμπληρωνόμενες και αλληλοενισχυόμενες διαδικασίες. H ευρεία εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών υπολογίζεται πως μπορεί να μειώσει έως 45% το περιβαλλοντικό αποτύπωμα σε ολόκληρο το μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας».
Ψηφιακή δεκαετία
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ψηφιακής Δεκαετίας, προτρέπει τις ελληνικές επιχειρήσεις «να επιδιώξουν ενεργά τον συγκερασμό της ψηφιακής με την πράσινη μετάβαση για τη βελτίωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, εντοπίζοντας τις κύριες ωφέλειες: στην ταχεία επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας και χαμηλότερης ενεργειακής κατανάλωσης, στη βελτίωση της πρόσβασης σε επενδυτικούς πόρους, στην αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών και μέσων».
Επτά ψηφιακές τεχνολογίες –ευρεία εφαρμογή τους μπορεί να μειώσει έως 20% τις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) μέχρι το 2050, σε κλάδους υψηλών εκπομπών όπως ενέργεια, υλικά και μεταφορές– συμβάλλουν σε 103 από τους 169 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ: Συνδεσιμότητα, Γρήγορο διαδίκτυο, Υπολογιστικό νέφος (Cloud), Διαδίκτυο των Πραγμάτων (IoT), Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), Επαυξημένη και εικονική πραγματικότητα (AR/VR), Αλυσίδες συστοιχιών (blockchain).
Στον οδηγό του ΣΕΒ επισημαίνεται ότι «οι έξυπνες ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να μειώσουν έως και: 50% την κατανάλωση ενέργειας σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, 30% τις εκπομπές CO2 στον κύκλο ζωής των προϊόντων τους, 90% τα παραγόμενα απόβλητα, 15% το συνολικό αποτύπωμα του μεταφορικού τους στόλου, 25% τις απώλειες ενέργειας σε εμπορικά κτίρια, επιτρέποντας έτσι τη βελτίωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των επιχειρήσεων.
Βιομηχανική επιβράδυνση
Για την Eurelectric «η ευρωπαϊκή βιομηχανική επιβράδυνση είναι ένα ζήτημα. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομική δραστηριότητα. Καθώς οι άλλοτε ισχυρές βιομηχανίες της Ευρώπης βιώνουν οικονομική παρακμή και μετεγκαθίστανται στο εξωτερικό, λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού, του υψηλού κόστους κεφαλαίου και των μη ανταγωνιστικών τιμών της ενέργειας, η συνολική ζήτηση για ενέργεια μειώνεται. Τα δεδομένα μάς δείχνουν ότι πάνω από το 50% της μείωσης της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, που σημειώθηκε μεταξύ 2021 και 2023, οφειλόταν στη βιομηχανική παρακμή. Παρεμπιπτόντως, το ποσοστό ηλεκτροδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει απογοητευτικά στάσιμο και απέχει πολύ από το μερίδιο 50% στην κατανάλωση τελικής ενέργειας στην ΕΕ, που είναι στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2040».
Σημειώνεται ότι ένας από τους στόχους του ΟΗΕ για τη δημιουργία ενός (περισσότερο) βιώσιμου μέλλοντος έως το 2030 είναι η φτηνή και καθαρή ενέργεια: «Διασφάλιση πρόσβασης σε οικονομική, αξιόπιστη, βιώσιμη και σύγχρονη ενέργεια για όλους. Οι επιχειρήσεις ευθυγραμμίζονται με την υιοθέτηση καθαρών πηγών ενέργειας, τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, τις επενδύσεις σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας κοκ. Οι επιχειρήσεις που επιδιώκουν τη βελτίωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος, ουσιαστικά, δεσμεύονται να συνεισφέρουν στην εκπλήρωση κάποιων από τους στόχους που έθεσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών».
Σήμερα, «το ένα τρίτο της ενέργειας που καταναλώνουν οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες καλύπτεται από ηλεκτρική ενέργεια, με το 4% μόνο από τις βιομηχανικές θερμικές διεργασίες υψηλών εκπομπών CO2 να έχει εξηλεκτριστεί». Η Eurelectric καλεί τους αρμόδιους χάραξης πολιτικής «να υλοποιήσουν την Πράσινη Συμφωνία, να διατηρήσουν ένα επενδυτικό πλαίσιο συμβατό με την αγορά και να θεσπίσουν μία σαφή στρατηγική εξηλεκτρισμού για μια ανταγωνιστική ευρωπαϊκή βιομηχανία χωρίς άνθρακα».
Πολιτικές υπευθυνότητας
Περιβαλλοντικό αποτύπωμα μιας επιχείρησης είναι: «το σύνολο της επίδρασης, θετικής ή αρνητικής, των δραστηριοτήτων της στο έδαφος, το νερό και την ατμόσφαιρα. Προκύπτει από την ανάλωση φυσικών πόρων και ενέργειας που απαιτεί η παραγωγή προϊόντων ή/και η παροχή υπηρεσιών, και τη διαχείριση/διάθεση των τελικών αποβλήτων καθ’ όλο τον κύκλο ζωής τους. Αφορά ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και εφοδιασμού – από τις πρώτες ύλες μέχρι τη διαχείριση αποβλήτων». Επτά στους δέκα εργαζομένους «προτιμούν ως εργοδότες επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πολιτικές περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Περισσότερο από το 80% των καταναλωτών θεωρούν σημαντικό, ή πολύ σημαντικό, για τις επιχειρήσεις να σχεδιάζουν περιβαλλοντικά βιώσιμα προϊόντα. Το 80% του περιβαλλοντικού αποτυπώματος ενός προϊόντος καθορίζεται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο στάδιο του σχεδιασμού. Η προοπτική είναι: μείωση 5%-27% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας έως το 2050 με τεχνολογία 3D printing».
του Φίλη Καϊτατζή