Μετά τις εξελίξεις σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού σκηνικού
Οι εξελίξεις του περασμένου Σαββατοκύριακου κατά πρώτο λόγο στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον αποκλεισμό του Στέφανου Κασσελάκη από τη διαδικασία εκλογής προέδρου, και κατά δεύτερο, αλλά κυρίως, στο ΠΑΣΟΚ, με την ανάδειξη (και πάλι) του Νίκου Ανδρουλάκη στην αρχηγία, συμβάλλουν αναμφίβολα στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού σκηνικού. Μπορεί κάποιοι να ποντάρουν στις αμέσως επόμενες δημοσκοπικές μετρήσεις για να αξιολογήσουν το νέο αυτό πολιτικό τοπίο και την επίδρασή του στη διαμόρφωση νέων δεδομένων στο παιχνίδι των πολιτικών συσχετισμών. Τα δείγματα όμως γραφής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τώρα και στο εξής και οι –ελάχιστες πια, αν όχι μηδαμινές– δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ενωμένος στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα συμβάλουν στη διαμόρφωση δυναμικής, για την όποια επίδραση στην κυβερνητική υπεροχή; Θα υπάρξουν ανατροπές ή θα έχουμε συνέχιση της ασύμμετρης συνθήκης, της απουσίας δηλαδή αντιπολιτευτικής απειλής;
Με δεδομένο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την καλπάζουσα απαξίωσή του, δεν είναι δυνατόν πια να συμβάλει στη διαμόρφωση μια ισχυρής, αποτελεσματικής αντιπολίτευσης, το βάρος –αν όχι η ευθύνη– πέφτει στους ώμους του ΠΑΣΟΚ. Το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένη Κυριακής αναμφίβολα δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στον Ν. Ανδρουλάκη, σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό τοπίο μάλιστα από εκείνο του 2021. Τότε, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν στα πάνω του και ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε ακόμα απομυθοποιηθεί. Το 2024 η ΝΔ έχει μια κάποια φθορά (όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις), ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να διαλύεται και το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να έχει εδραιωθεί στη δεύτερη θέση. Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης μπορεί να ευελπιστεί ότι αυτή η δεύτερη εσωκομματική νίκη θα ενισχύσει το ηγετικό του προφίλ, ένα από τα αδύναμα σημεία του. Ωστόσο, σε σχέση με το 2021, υπάρχουν τουλάχιστον δύο μεγάλες διαφορές με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί, στη νέα του θητεία. Η πρώτη μεγάλη διαφορά σε σχέση με το 2021 ακούει στη λέξη «προσδοκία». Είναι άλλο να θες να ξεφύγεις από τις μυλόπετρες του δικομματισμού ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ και άλλο να θες να εμφανιστείς ως η επόμενη κυβερνητική λύση για τη χώρα. Άλλο είναι να προσπαθείς να επιβιώσεις πολιτικά και άλλο να θέλεις να κυβερνήσεις. Είναι προφανές ότι, εκτός των άλλων, το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να εμφανιστεί με δουλεμένες και ξεκάθαρες θέσεις και να τις προβάλει με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Να ασκήσει μια συγκροτημένη και πειστική αντιπολίτευση, εγκαταλείποντας τις «αλά ΣΥΡΙΖΑ» τοξικότητες, που το διέκριναν σε μια σειρά κορυφαίων θεμάτων, όπως αυτά των Predator – παρακολουθήσεων, των δήθεν συγκαλύψεων για την τραγωδία των Τεμπών, των ιδιωτικών πανεπιστημίων, του ασύλου κ.ά. Αυτό είναι το κλειδί για να πετύχει το ΠΑΣΟΚ την άνοδό του στα αστικά κέντρα που, όπως έδειξε η ψήφος σε Διαμαντοπούλου και Γερουλάνο, θέλουν ένα πιο κεντρώο και μεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ και μια αντιπολίτευση ουσιαστικής πολιτικής και όχι απλώς «αντι-δεξιάς» και «αντι-μητσοτακικής» ρητορικής.
Διαμαντοπούλου, Γερουλάνος, Δούκας: Εδώ υπάρχει η δεύτερη διαφορά με το 2021. Άννα Διαμαντοπούλου, Παύλος Γερουλάνος, Χάρης Δούκας θα αποτελέσουν κομμάτια της νέας εσωκομματικής ζωής. Για τη Διαμαντοπούλου και τον Γερουλάνο έχουν αρχίσει, ήδη, να ακούγονται διάφορα σενάρια για την αξιοποίησή τους. Υπάρχουν, πλέον, νέες εσωτερικές ισορροπίες αλλά και ένα αίτημα, να ανοίξουν σε πρόσωπα τα όργανα του κόμματος και να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν μέχρι τώρα, σύμφωνα τουλάχιστον με κατηγορίες κατά του Ανδρουλάκη από μέχρι χθες συνυποψηφίους του. Προφανώς σε αυτό το μέτωπο, της νέας λειτουργίας και της αξιοποίησης όλων των στελεχών του κόμματος, θα εκδηλωθούν οι πρώτες πρωτοβουλίες του Ανδρουλάκη, αν θέλει να δείξει πως κάτι αλλάζει στη μέχρι τώρα άσκηση της αντιπολιτευτικής πολιτικής του. Σε κάθε περίπτωση, Ανδρουλάκης και ΠΑΣΟΚ βγήκαν ενισχυμένοι από μια ακόμα εσωτερική εκλογική διαδικασία. Συνήθως τέτοιες εσωτερικές διαδικασίες ακολουθούνται και από δημοσκοπική άνθηση. Μένει να διαπιστωθεί αν θα είναι πρόσκαιρη ή αν θα αποκτήσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.
Τώρα, την «επόμενη μέρα» στο ΠΑΣΟΚ αναμένει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκειμένου να διαπιστώσει αν θα υπάρξει αλλαγή της πολιτικής και των θέσεων του Ανδρουλάκη. Με βάση αυτά, αναμένεται ότι θα αξιολογήσει τη δική του στρατηγική και θα θέσει τις πολιτικές του προτεραιότητες στη νέα περίοδο. Και το ζητούμενο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι αν και κατά πόσο η εκ νέου ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό και με την καλπάζουσα απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ, θα συμβάλει στη δημιουργία μιας νέας δυναμικής αντιπολίτευσης, αποτελεσματικής και ικανής για τη διαμόρφωση αυτού του νέου διπόλου που αναζητείται. Ή αν απλώς θα παρατείνει την πολιτική ιδιομορφία της τελευταίας πενταετίας, με την κυβέρνηση να κυριαρχεί, έστω τραυματισμένη και με εσωτερικές αναταράξεις, χωρίς καμία πολιτική δύναμη να δείχνει ότι μπορεί να την απειλήσει.
Στο Μέγαρο Μαξίμου πάντως τείνουν να προεξοφλήσουν ότι, με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, εξακολουθεί να μην απειλείται η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Κέντρο και, ταυτόχρονα, ότι εκλείπει κάθε προοπτική συνεργασιών και συνεννοήσεων.
του Φώτη Σιούμπουρα