Στις 8 Νοεμβρίου θα επισκεφθεί την Αθήνα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και θα έχει ενδιαφέρουσα συνάντηση και συνομιλία με τον Έλληνα συνάδελφό του Γιώργο Γεραπετρίτη. Άγνωστο ποια θέματα θα θέσει στο τραπέζι ο Τούρκος υπουργός και αν θα επαναφέρει όλα τα «αιτήματα» των γειτόνων. Δεν είναι βέβαια εκεί το πρόβλημα. Το πρόβλημα βρίσκεται στη δική μας στάση. Και μέχρι στιγμής η ελληνική κυβέρνηση, όπως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, κινείται αταλάντευτα στην ύπαρξη της μίας και μοναδικής ελληνοτουρκικής διαφοράς.
Εκεί που όντως υπάρχει πρόβλημα στη δική μας πλευρά, είναι η διατυπωμένη από μερικούς άποψη πως αν λυθούν τα θέματα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, θα επικρατήσει ηρεμία στο Αιγαίο. Όσοι υπερασπίζονται και διακινούν αυτή την άποψη συγχέουν το επιφαινόμενο με την αιτία.
Δηλαδή η συγκεκριμένη διαφορά είναι το επιφαινόμενο και η αιτία ο τουρκικός αναθεωρητισμός-επεκτατισμός. Απόδειξη, η πρόσφατη δήλωση του Ταγίπ Ερντογάν, ότι η Τουρκία προσεγγίζει ολιστικά τα ζητήματα του Αιγαίου, θέτοντας στο τραπέζι και τον ελληνικό εναέριο χώρο και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας και το καθεστώς βραχονησίδων.
Υπάρχει το ερώτημα, που επίσης τίθεται από μερικούς: Και τι έχουμε να φοβηθούμε, αν υπογράψουμε ένα συνυποσχετικό για όλα αυτά τα ζητήματα και τα παραπέμψουμε στο Διεθνές Δικαστήριο; Πρώτα-πρώτα, το ζητούμενο ενός τέτοιου συνυποσχετικού είναι τι θα δώσουμε εμείς, χωρίς να υπάρχει ουδεμία προοπτική να πάρουμε κάτι, για τον απλούστατο λόγο ότι εμείς δεν διεκδικούμε τίποτα από την Τουρκία.
Συνεπώς, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση υπογράψει τέτοιο συνυποσχετικό, έχει πάρει την απόφαση να δώσει, χωρίς να πάρει κάτι. Και κάτι τέτοιο δεν έχει δώσει αφορμή η σημερινή ελληνική κυβέρνηση ότι μπορεί να διαπράξει, όπως διατείνονται κύκλοι της Ακροδεξιάς.
Όμως και στην ακραία και απευκταία περίπτωση που βρισκόταν μια τέτοια κυβέρνηση, που θα διέπραττε κάτι τέτοιο, μετά βεβαιότητος, μετά από λίγα χρόνια, οι τουρκικές ελίτ θα έθεταν θέμα Δυτικής Θράκης και προστασίας των διάφορων μουσουλμανικών μειονοτήτων. Μια αναθεωρητική δύναμη δεν γνωρίζει όρια στις διεκδικήσεις της και στον επεκτατισμό της.
Γι’ αυτό ας συνεχιστεί ο διάλογος. Είναι καλό και για τις δύο πλευρές.
του Φώτη Σιούμπουρα