Η κυβέρνηση οφείλει να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που επαγγέλθηκε.
Βρισκόμαστε στην αρχή του δεύτερου χρόνου της δεύτερης κυβερνητικής θητείας της ΝΔ και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός πολιτικός επιστήμονας για να διαπιστώσει ότι το «αίσθημα έχει «κάτσει» και πως τα πράγματα παραμένουν δύσκολα. Στην κοινωνία αλλά και στην κυβέρνηση.
Ναι, η ακρίβεια και ειδικότερα οι τιμές των τροφίμων είναι το οξύτερο πρόβλημα της συγκυρίας, ωστόσο το βαθύτερο ζήτημα αναδεικνύεται από την καθημερινότητα (Υγεία, συγκοινωνίες, στέγη) και απρόβλεπτα γεγονότα (πυρκαγιές, πλημμύρες), που καταδεικνύουν ότι οι δομές και οι νοοτροπίες στις οποίες βασίστηκε η χώρα τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν οδηγούν πια πουθενά. Και εντάξει, είναι σαφώς διαφορετική σήμερα η Ελλάδα σε σύγκριση με το 2019 και το 2020. Η χώρα ανέκτησε την οικονομική και διπλωματική της αξιοπιστία, κατέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις, η ανεργία μειώθηκε και όλοι οι διεθνείς Οργανισμοί αναμένουν ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια, έστω και αν το ελληνικό χρέος παραμένει τεράστιο πρόβλημα. Όμως οι πολίτες βιώνουν στην καθημερινότητά τους την ακρίβεια, την όχι καλή κατάσταση των νοσοκομείων και των συγκοινωνιών. Και δεν γεμίζει το καλάθι του νοικοκυριού με εκθέσεις της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ, όσο κι αν αυτές αποτελούν προϋπόθεση για να υπάρχει το ίδιο το καλάθι. Δηλαδή για να υπάρχουν δουλειές και εισοδήματα. Είδαμε τι συνέβη την περασμένη δεκαετία, όταν εκθέσεις ήταν αρνητικές και η ανεργία κοντά στο 30%. Ο στόχος να γίνουμε «κανονική ευρωπαϊκή χώρα», όπως μας υπόσχεται ο πρωθυπουργός, μοιάζει σήμερα υπερβολικά γενικός και αόριστος. Γιατί η καθημερινότητα, οι μισθοί και η κατάσταση του κράτους πιστοποιούν ότι δεν είμαστε. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, αφού ώρες-ώρες όντως θυμίζουμε εκείνη την «μπανανία» την οποία τόσο ξορκίζει ο κ. Μητσοτάκης.
Και τώρα που κόπασε η μεγάλη φουρτούνα (χρεοκοπία, πανδημία, Έβρος, Ανατολική Μεσόγειος, ενεργειακή κρίση) –αναμφίβολα χάρη και στις προσπάθειες της κυβέρνησής–, ανέβηκαν στην επιφάνεια όλα τα σπασμένα. Σήμερα, και ενώ πολλά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η βαθιά δεκαετής κρίση έχει ξεπεραστεί, πάλι κάτι μοιάζει να «στραβώνει». Ο λόγος ίσως να είναι απλός, όσο και ενδεικτικός. Αν αναλογιστεί κάποιος όλες τις προηγούμενες περιόδους, διαπιστώνει ότι τα βήματα και τα άλματα προόδου έγιναν όποτε είχαν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι (κυρίως εθνικοί), με περισσότερη, λιγότερη ή και καθόλου πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Ξεκινώντας από την Επανάσταση του ’21 και τη δημιουργία του κράτους, συνεχίζοντας με τα πρώτα βήματα δημοκρατικής συγκρότησης, περνώντας στα έπη (και στις καταστροφές) των αρχών του 20ού αιώνα και φτάνοντας στην πρόσφατη Ιστορία, υπήρχαν πάντοτε συγκεκριμένα ορόσημα και εθνικές επιδιώξεις.
Αυτό ακριβώς λείπει τα τελευταία χρόνια, είτε με τη μορφή επιδίωξης είτε, σε τελική ανάλυση, και «συνθήματος». Και αυτό ίσως να είναι μία από τις αιτίες του φαινομένου που παρατηρείται και καταγράφεται. Ότι ενώ η Ελλάδα και η οικονομία της αναπτύσσονται, παρά τα σκαμπανεβάσματα, δεν υπάρχει κοινωνική αντιστοίχιση της ευημερίας και μια παραδοχή ενός κοινού στόχου, που θα μπορούσε να είναι η πραγματική σύγκλιση με την ΕΕ και όχι απλώς «να γίνουμε Ευρωπαίοι», όπως διακηρύσσεται και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό με τον «αυτόματο».
Η επικοινωνιακή διαχείριση που σε πολλές περιπτώσεις γίνεται και οι τακτικισμοί έχουν προ πολλού εξαντλήσει τη χρησιμότητά τους. Και η απουσία της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να συνεχίζεται απ’ άπειρον. Κάποιοι στην κυβέρνηση ας μη συνεχίζουν στον αυτόματο και στη μοιρολατρική θέαση των πραγμάτων. Πράξεις και όχι συσκέψεις απαιτούνται. Καθημερινή προσπάθεια αλλαγής σε όλους τους κρίκους της πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής αλυσίδας, από την οργάνωση του Δημοσίου, την ουσιαστική μεταρρύθμιση της Παιδείας, της Υγείας, των αμοιβών και των εργασιακών σχέσεων, της φορολογίας και, προφανώς και φυσικά, του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, το οποίο σαπίζει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και βέβαια, ριζική αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας.
Δεν είναι αργά για να γίνουν όλα αυτά. Όμως οι ευκαιρίες κάποια στιγμή εξαντλούνται. Η κυβέρνηση, που πήρε καθαρή εντολή πριν από μόλις 16 μήνες, οφείλει να εφαρμόσει στο ακέραιο το πρόγραμμά της, να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που επαγγέλθηκε. Να σταματήσουν οι ομφαλοσκοπήσεις και η ανάλωση ενέργειας σε εσωτερικές έριδες και «βεντέτες». Δουλειά χρειάζεται για να επιτευχθεί ο στόχος.
Και μιας και αναφερθήκαμε στην απουσία της αντιπολίτευσης και με δεδομένο ότι σήμερα, και έπειτα από μία μακρά περίοδο αναστάτωσης και μερικής αναδιάταξης, η πολιτική συνθήκη φαίνεται να επανέρχεται στους κανονικούς της ρυθμούς με τον διπολισμό, που διαφαίνεται, το ΠΑΣΟΚ έχει τη δική του ευκαιρία να αποδείξει αν έχει πράγματι δυνατότητες υπερβάσεων και παρεμβάσεων, που θα διαμορφώσουν μία διαφορετική πολιτική ισορροπία. Τόσο αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος.
του Φώτη Σιούμπουρα