Και ξαφνικά ο παραδοσιακός διχασμός μεταξύ «Ελληναράδων», υπερπατριωτών, μαξιμαλιστών, «αντιενδοτικών», από τη μια πλευρά, και πραγματιστών, μετριοπαθών, συμβιβαστικών, διαλλακτικών, από την άλλη, διαπέρασε οριζοντίως το κυβερνών κόμμα, τείνων να μετατραπεί σε ενδονεοδημοκρατικό εμφύλιο (διακοπτόμενο μόνο από κάποιες περιστασιακές χειραψίες και βεβιασμένα χαμόγελα που καθίστανται πολιτική είδηση).
Με τον πρώην πρωθυπουργό και προκάτοχο στην κομματική αρχηγία του σημερινού να είναι ο σημαιοφόρος της αδιαλλαξίας, της διεθνοπολιτικής ακαμψίας (η οποία ως ιδεολογικό υπόστρωμα της εθνικής διπλωματίας έχει τη μη άσκηση διπλωματίας), σύμφωνα δε με κάποιους ακόμη και της τουρκοφαγίας. Και βέβαια η επικείμενη άφιξη στη χώρα μας για διαπραγματεύσεις -βαριά εκ των προτέρων υπονομευμένες από τους κάθε λογής ανησυχούντες- του Τούρκουυπουργού Εξωτερικών έχει μετατρέψει τις εθνικές αγωνίες για ενδοτικότητα σε σπαρακτική κραυγή σωτηρίας της «μένουσας Ελλάδος» (όπως έλεγε και ένας στρατοδίκης στη Δίκη των «Έξι»).
Με τους υπέρμαχους της αδιαλλαξίας να κραυγάζουν τονίζοντας και αναδεικνύοντας «πού μας οδήγησε η μέχρι τώρα ενδοτικότητα»: Διεύρυνση της τουρκικής ατζέντας κ.λπ…
Λοιπόν… Δεν ξέρω πού οδήγησαν τη χώρα μας η «ενδοτικότητα» και η «διαλλακτικότητα»… Ξέρω όμως -γιατί η συζήτηση περί των συνεπειών της ημέτερης «ενδοτικότητας» θα διαρκούσε μέχρι τον 22ο αιώνα, ενώ αυτό είναι αδιαμφισβήτητο- πόσο μας ωφέλησε διαχρονικά η εθνική αδιαλλαξία των άλλων. Ειδικότερα…
Πρώτον: Τον Αύγουστο του 1827 οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων πήγαν να διαπραγματευθούν με την Υψηλή Πύλη για το ενδεχόμενο συγκρότησης υποτελούς ελληνικού κράτους, τριχοτομημένου/καντονοποιημένου κατά την -υπαγορευόμενη από τον Καποδίστρια- βούληση του τσάρου Νικόλαου του Α’, ενιαίου κατά την προτίμηση του Κάνιγκ. Ο σουλτάνος τούς απέπεμψε, με την παρότρυνση να μην ασχολούνται με τα «εσωτερικά ζητήματα» της αυτοκρατορίας του. Αυτή η στάση οδήγησε απευθείας στο Ναυαρίνο (έστω και αν η ολοσχερής βύθιση του τουρκοαιγυπτιακού στόλου δεν ήταν προαποφασισμένη). Επίσης οδήγησε, λίγο αργότερα, σε προέλαση του τσαρικού στρατού μέχρι τα προάστια της Κωνσταντινούπολης/Ίστανμπουλ.
Δεύτερον: Το 1913ο Βενιζέλος -που στην εξωτερική πολιτική τις μεγάλες επιτυχίες του τις είχε χάρη σε υποχωρήσεις, αποδοχή εξαρτήσεων και διαλλακτικότητα, την οποία κάποιοι του καταλόγισαν ως πνεύμα υποτέλειας- ήταν, παντί τρόπω και με κάθε υποχώρηση, αποφασισμένος να μην κηρύξει πόλεμο στη Βουλγαρία. Μέχρι και τη βίαιη εκπαραθύρωση του υπουργού Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά αξίωσε από τον Κωνσταντίνο, θεωρώντας πως ο διπλωμάτης αυτός ανεχόταν την πολεμοκάπηλη πολιτική υφισταμένων του (πχ, του Ίωνα Δραγούμη). Τον πόλεμο όμως μας τον κήρυξε η Βουλγαρία. Έτσι βρέθηκε απομονωμένη και εμείς πήραμε την ανατολική Μακεδονία. Χωρίς την οποία θα ήταν αδύνατη και η μεταγενέστερη προσάρτηση της Θράκης. (Το ανατολικό τμήμα της οποίας το χάσαμε, όταν δείξαμε μαξιμαλισμό στη Μικρά Ασία.)
Τρίτον: Με αέναη αναθεωρητική διάθεση και φιλοδοξία να κάνει μάρενόστρουμ την ανατολική Μεσόγειο, το 1940 η μουσολινική Ιταλία μάς κήρυξε απρόκλητα πόλεμο. Το αποτέλεσμα υπήρξε να πάρουμε τα Δωδεκάνησα.
Αυτά, θα έλεγα, προς σκέψη για το πού οδηγούν ο εθνικός μαξιμαλισμός και η αδιαλλαξία (των άλλων). Αν υποθέσουμε πως κάποιοι φορείς της άκρατης εθνικοφροσύνης δεν έχουν πάρει διαζύγιο από τη σκέψη…
ΥΓ.:Και χωρίς καν να αναφέρουμε πως όταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Γιουγκοσλαβία -που μόλις είχε πάρει το όνομα αυτό- εμφάνισε διεκδικήσεις επί της Θεσσαλονίκης, η Γαλλία,η οποία την είχε υπό την επιρροή της, της «τράβηξε το αυτί» βίαια, για να μην υπάρξει περαιτέρω εμβάθυνση της ήδη θερμής τότε σχέσης του Βενιζέλου με τον Μουσολίνι…
του καθηγητή και συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου
Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Political»