Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του υπουργού προστασίας του πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη,
ρίχνει φως σε μερικά από τα πιο σημαντικά γεγονότα
που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες.
Με τον τίτλο: «Στον ίδιο δρόμο» το βιβλίο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη περιγράφει την προσωπική και πολιτική διαδρομή του από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης γράφει -μεταξύ άλλων- για τη μάχη του με την τρομοκρατία.
Ο υπουργός μιλά και για τον θάνατο του υπασπιστή του Γιώργου Βασιλάκη από την έκρηξη μέσα στο υπουργείο στην Κατεχάκη, για το πως έφτασαν στην γιάφκα της 17 Νοέμβρη στα Πατήσια, για τον Μιχάλη Περατικό, αλλά και το ατιμώρητο έγκλημα της marfin.
Βόμβα στην Κατεχάκη
Ο Χρυσοχοίδης, όμως, δεν είχε ξεμπερδέψει με την τρομοκρατία. Ακολούθησαν οι Πυρήνες της Φωτιάς, ο Επαναστατικός Αγώνας, και ένα ακόμα θύμα, τον υπασπιστή του Γιώργο Βασιλάκη.
«Ο Γιώργος Βασιλάκης είχε αρχίσει να ελέγχει έναν έναν τους φακέλους της αλληλογραφίας μου. Ενας φάκελος μεγέθους Α3 έγραφε πάνω ως αποστολέα τον φυγόδικο Χρήστο Καραβέλα, γνωστό σε όλους από τον Τύπο εκείνη την εποχή ως στέλεχος της Siemens, για την οποία είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο τον προηγούμενο χρόνο. Ο Γιώργος άνοιξε τον φάκελο, που είχε κυψελίδες στο εσωτερικό περίβλημα και ο εκρηκτικός μηχανισμός που περιείχε εξερράγη. Η έκρηξη έκανε ολόκληρο το κτίριο της Κατεχάκη να σειστεί. Το ωστικό κύμα διέλυσε την πόρτα του γραφείου του, όπως και τα τζάμια όλου του ορόφου. Παντού γύρω μου υπήρχαν συντρίμμια, κομμάτια μπετόν, ξύλου και γυαλιού.
»Προσπαθώντας να είμαι όσο πιο ψύχραιμος γινόταν, άρχισα να φωνάζω τα ονόματα συνεργατών που ήξερα ότι βρίσκονταν ακόμα στο γραφείο. Ένας δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου, ο Γιώργος Βασιλάκης. Ήταν εφιαλτική η σκηνή που αντίκρισα μπαίνοντας στο γραφείο του. Ο ίδιος κειτόταν στο πάτωμα με το σώμα του διαμελισμένο. Η βόμβα είχε εκραγεί στα χέρια του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω την εικόνα του νεκρού υπασπιστή μου, που δεν αναγνωριζόταν, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω».
Το κίνημα «Ως Εδώ»
Στο κεφάλαιο «Άδικη ντροπή» υπάρχει η συγκλονιστική περιγραφή της συνάντησης του με τους συγγενείς των θυμάτων, οι οποίοι αναζητούσαν δικαίωση, οργάνωσαν το κίνημα «Ως εδώ» και άλλαξαν το κλίμα στην κοινωνία, στην οποία υπήρχε διάχυτη ανοχή ακόμα και θαυμασμός για τη «17Ν».
«Τον Σεπτέμβριο του 1999 ήρθε στο γραφείο μου ο Μιχάλης Περατικός, ο πατέρας του δολοφονημένου δυόμιση χρόνια πριν, τον Μάιο του ΄97, Κώστα Περαρικού. Τον γιό του τον είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ προχωρούσε προς το αυτοκίνητό του. «Σε βλέπω πολύ άνετο στην καρέκλα σου έτσι που κάθεσαι», μου είπε μόλις με είδε. Τον κοίταξα αιφνιδιασμένος αλλά και ενοχλημένος. «Τι εννοείτε;» του είπα. «Κάθεσαι εδώ μια χαρά στην καρέκλα σου, ήσυχος ήσυχος, όπως και ο προηγούμενος από εσένα. Εγώ όμως έχω χάσει το παιδί μου».
Στην τελευταία του φράση ο τόνος της φωνής του είχε υψωθεί (…) Ο γέροντας ξεκίνησε να μου περιγράφει, όσο γινόταν να μπει σε λόγια, τον απέραντο πόνο του. Εγώ είχα μείνει άγαλμα, σοκαρισμένος από τις φωτογραφίες του νεκρού, από την ένταση του πόνου του χαροκαμένου πατέρα, από το οξύτατο αίσθημα της αδικίας μιας αποτρόπαιης πράξης. Η συνάντηση με τον Περατικό με τάραξε βαθιά. Έκτοτε ζήτησα και άρχισα να συναντώ τις οικογένειες των θυμάτων των τρομοκρατών και να αντιλαμβάνομαι μέσα από τη δική τους οδύνη την ανθρώπινη διάσταση του θέματος».
Μεταξύ αυτών ήταν και η μητέρα του Θάνου Αξαρλιάν, «μια αξιοπρεπής και περήφανη γυναίκα» που «μιλούσε με έναν τρόπο απόλυτα ψύχραιμο, αλλά που εκδήλωνε ταυτόχρονα τον αβάσταχτο πόνο της. Η συνάντηση με τη Σταυρούλα Αξαρλιάν με συγκλόνισε». «Μπαίνοντας στον κύκλο των θυμάτων κατάλαβα και κάτι ακόμα, πιο καίριο. Ότι αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν μέσα στην περιφρόνηση και τη σιωπή, ότι η πολιτεία τους είχε αγνοήσει εντελώς(…) Μου έκανε τρομερή εντύπωση να έχουν υποστεί τέτοια τραγωδία, να βιώνουν τέτοιο πόνο, και όχι μόνο να μην δικαιώνονται αλλά και να ζουν με μια εντελώς άδικη ντροπή».
Ο απρόσμενος «Χι»
Το καλοκαίρι του 2001 ο Χρυσοχοΐδης άρχισε να συνομιλεί με έναν παλαιό τρομοκράτη, που ζήτησε ο ίδιος να τον συναντήσει.
«Ο συγκεκριμένος άνθρωπος μου μίλησε αρχικά στο τηλέφωνο, μου συστήθηκε ως Χι, γι’ αυτό κι εγώ έτσι τον αποκαλούσα στη συνέχεια. Μου ζήτησε απόλυτη εχεμύθεια και την προστασία μου, αφού θα μου εξέθετε στοιχεία και γεγονότα για τις τρομοκρατικές οργανώσεις. Ο Χι μάς άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια για συγκεκριμένα πρόσωπα που είχαν συμμετοχή στη 17Ν. Μας μίλησε αρχικά για τον άνθρωπο «με το κουλό χέρι», όπως τον έλεγε –μιλούσε για τον Παύλο Σερίφη, όπως διαπιστώσαμε αργότερα–, που είχε συμμετάσχει στη δολοφονία του Γουέλς. Επίσης, ο Χι μάς μίλησε για τον πιο δραστήριο στρατολόγο της οργάνωσης, που ωστόσο δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι συμμετείχε σε χτυπήματα.
»Δεν γνώριζε πρόσωπα ούτε και ονόματα, η συνεισφορά του ωστόσο ήταν πολύτιμη για δύο λόγους. Μας αποκάλυψε τον τρόπο σκέψης, το πολιτικό και ψυχικό υπόβαθρο των ανθρώπων αυτών, και μέσα από τις περιγραφές περιστατικών φωτογράφισε πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν ενδείξεις από την πλευρά της αστυνομίας. Έτσι μπόρεσε η υπηρεσία και ταυτοποίησε τον Βασίλη Τζωρτζάτο, τον ίδιο αυτόν άνθρωπο που είχε προσαχθεί το 1992 στην Ασφάλεια, όταν παρακολουθούσε τον Αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο Μακιντάιρ και αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων.
»Τέλος, ο Χι αναφέρθηκε στον «Ψηλό», όπως τον αποκαλούσε. Αυτός, μας είπε, ήταν ο αρχηγός της οργάνωσης. Ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα, αν και τον είχε συναντήσει στην αρχή της μεταπολίτευσης. Για τα ελληνικά δεδομένα, ο Γιωτόπουλος ήταν όντως ψηλός, και με όσα μας είπε ο Χι γι’ αυτόν βεβαιωθήκαμε ότι είχαμε βάλει στο στόχαστρο το σωστό άτομο».
Η γιάφκα της Πάτμου
Στις 29 Ιουνίου 2002, στον Πειραιά, ο εκρηκτικός μηχανισμός που κουβαλούσε ο Σάββας Ξηρός έσκασε στα χέρια του και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της «17 Ν». Τα πρόσωπα της οργάνωσης έγιναν γνωστά, όπως και οι δύο γιάφκες, με πρώτη εκείνη της Πάτμου.
«Την Τετάρτη το μεσημέρι, και ενώ στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων φιγουράριζε από το πρωί η φωτογραφία του Σάββα Ξηρού, μου τηλεφώνησε ο Αντώνης Καρακούσης, διευθυντής τότε στην εφημερίδα «Καθημερινή», λέγοντάς μου ότι μια κυρία είδε στην εφημερίδα τη φωτογραφία του τρομοκράτη και τον αναγνώρισε. Της τηλεφώνησα αμέσως και η κυρία μού είπε ότι το εν λόγω άτομο ερχόταν τακτικά σε ένα διαμέρισμα ακριβώς απέναντι από το σπίτι της, στην οδό Πάτμου στα Πατήσια.
Νωρίς το απόγευμα, με ένα από τα κλειδιά του Ξηρού, ο Δημητρόπουλος με τους άντρες του άνοιξε το διαμέρισμα της Πάτμου και επικοινώνησε μαζί μας λέγοντάς μας ότι βρισκόταν αναμφίβολα μέσα σε γιάφκα της οργάνωσης. Μου μιλούσε στο κινητό και η φωνή του τρεμόπαιζε από συγκίνηση. Μου ανέφερε τι έβλεπε καθώς κινούνταν μέσα στο διαμέρισμα: «Τώρα βλέπω μπροστά μου τη σημαία της 17Ν… Τώρα…». Εμεινε άφωνος, καθώς βρέθηκε μπροστά στον τοίχο, φωτογραφία του οποίου είχε στείλει στις εφημερίδες η οργάνωση, με τη σημαία περιστοιχισμένη από πορτρέτα του Μαρξ, του Αρη Βελουχιώτη και του Τσε Γκεβάρα, και από κάτω στημένα διάφορα όπλα».
Ο «Λάμπρος»
«Ο Μιχάλης Οικονόμου μεταφέρθηκε αμέσως με το ελικόπτερο πίσω στην Αθήνα, στη ΓΑΔΑ, όπου τον περίμεναν ο Σύρος με τον Διώτη. Ο εισαγγελέας τού είπε ότι ο αριθμός ταυτότητας δεν δείχνει κανέναν Μιχάλη Οικονόμου, παρά μια άγνωστη γυναίκα. Και μετά ανέλαβε ο Σύρος, που του είπε ορθά κοφτά: «Δεν σε λένε Μιχάλη Οικονόμου και το ξέρουμε. Τι έχει γίνει;».
«Ασ’ τα αυτά», του απάντησε εκείνος, αποφασισμένος πια ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει, «αυτός που ήθελες είμαι, αυτός που γράφουν οι εφημερίδες». (Το όνομα του φερόμενου ως αρχηγού είχε στο μεταξύ διαρρεύσει.) «Ποιος δηλαδή;», ξαναρώτησε ο Σύρος, για να πάρει την πολυπόθητη απάντηση: «Ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Μη με ρωτήσεις τίποτε άλλο, δεν ξέρω το παραμικρό, αλλά και να ξέρω, δεν θα μιλήσω». Από τότε δεν του πήραμε κουβέντα».
Και ο «Λουκάς»
Την ίδια στάση κράτησε και ο «Λουκάς», ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Όταν παραδόθηκε στη ΓΑΔΑ «τους ξεκαθάρισε από την αρχή τα πράγματα: «Κοιτάξτε να δείτε, αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για τις ενέργειες της οργάνωσης, αλλά δεν πρόκειται να σας πω τίποτα άλλο».
Marfin
«Το περιστατικό της Marfin ήταν από αυτά που με σημάδεψαν ως άνθρωπο και ως πολιτικό. Οι έρευνες της αστυνομίας ξεκίνησαν αμέσως, κράτησαν καιρό, μα δυστυχώς απέβησαν άκαρπες. Όταν επέστρεψα στο υπουργείο το 2019, ο φάκελος Marfin ξανάνοιξε, τα στελέχη της αρμόδιας υπηρεσίας εργάστηκαν φιλότιμα, ωστόσο με την αποχώρησή μου δεν γνωρίζω τη συνέχεια. Θεωρώ κηλίδα για τη δημοκρατία και ντροπή τη μη εξιχνίαση του εγκλήματος αυτού και τη μη απόδοση δικαιοσύνης. Ντροπή επίσης και ασέβεια στη μνήμη των θυμάτων αποτελούν οι διάφορες θεωρίες που κυκλοφόρησαν για το ποιος είναι υπεύθυνος για αυτήν τη σφαγή. Είναι καθήκον των διωκτικών αρχών και της δικαιοσύνης να διαλευκάνουν την υπόθεση και να τιμωρήσουν όσους εμπλέκονται, έστω και μετά από τόσα χρόνια».