Είναι λίγο-πολύ κοινή γνώση, ότι κατά την πρόσφατη πολιτική ιστορία της χώρας, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα κατέρρευσε το 2019, γιατί πανθομολογουμένως ο ΣΥΡΙΖΑ «διέλυσε τη μεσαία τάξη» – κυρίως μέσω της δυσβάσταχτης φορολογίας. Η συγκεκριμένη φράση δεν ακουγόταν μόνο από τους βουλευτές της ΝΔ –τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης– που προαλείφονταν για τις υπουργικές καρέκλες, αλλά δικαίως το φώναζαν και σχεδόν σύσσωμες οι «μεσαίες τάξεις» της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο, κύριο επικοινωνιακό, αν και ασαφές, προεκλογικό motto του νυν πρωθυπουργού ήταν και «η μείωση της φορολογίας». Όχι τυχαία, το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε οριστικά και «κατά κράτος», σε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων που έφεραν θριαμβευτικά τον κ. Μητσοτάκη στο τιμόνι της χώρας.
Σήμερα, πεντέμισι χρόνια αργότερα, διαπιστώνεται ότι ο πρωθυπουργός, βάζοντας στην προμετωπίδα των προεκλογικών συνθημάτων του το 2019 –όπως και το 2023– τη «μείωση της φορολογίας», «ξέχασε» να πει ολόκληρη την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Και αυτή δεν είναι άλλη, από το ότι η άμεση φορολογία επί των ημερών του μπορεί να μειώθηκε –σχετικά και όχι σε όλες τις περιπτώσεις, που σήμερα απέμειναν να αποτελούν τις «μεσαίες τάξεις»–, ωστόσο τα φορολογικά βάρη ανακατανεμήθηκαν έμμεσα και με ακραία ταξικό τρόπο. Δηλαδή, μέσω του ΦΠΑ, στους φτωχότερους Έλληνες και Ελληνίδες, πολλοί/ες από τους οποίους, τουλάχιστον μέχρι το 2021, ανήκαν εισοδηματικά και στις μεσαίες τάξεις.
Και εξηγούμαι. Αμέσως μετά την πανδημία του Covid-19 σημειώθηκε ακραίος πληθωρισμός σε μεγάλο τμήμα των οικονομιών του πλανήτη, που επιτάθηκε ακόμη περισσότερο από την ενεργειακή κρίση, ως απότοκο της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας. Την ώρα που πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως π.χ. της Ιβηρικής, λάμβαναν μέτρα μείωσης του ΦΠΑ, προκειμένου να προλάβουν την κρίση ακρίβειας που μάστιζε τις κοινωνίες τους, στην Ελλάδα η νεοσυντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ είχε ανακαλύψει τα δικά της «λεφτόδεντρα». Ένα εξαιρετικά άδικο μοντέλο, το οποίο στηρίζεται στα τεράστια ποσά που το υπουργείο Οικονομίας κάθε χρόνο προσπορίζεται –και αδιαφανώς διαχειρίζεται– και οφείλονται στον αυξημένο ΦΠΑ, των συνεχώς ανατιμώμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ότι, σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, από τον οποίο κάθε χρόνο διακυβέρνησης της ΝΔ απομακρυνόμαστε αρνητικά, στην Ελλάδα, κάθε ευρώ άμεσων (και συνεπώς δικαιότερων) φόρων αντιστοιχεί, σε αναλογία σχεδόν 1 προς 2, σε έμμεσους –μέσω ΦΠΑ– (και κατά κανόνα άδικους) φόρους. Με μια λειψή «ανάπτυξη» πάντως, η οποία θα ήταν μηδαμινή και στα επίπεδα των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν υπήρχε ο πακτωλός εισροών του Ταμείου Ανάκαμψης που κατευθύνεται κυρίως σε εταιρικούς κολοσσούς, δεν αγγίζει όμως τη δυσχερή οικονομική πραγματικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αλλά και με μια κοινωνία που συνεχώς φτωχοποιείται και μειώνει την κατανάλωση (προϊόντων και υπηρεσιών), όπως καταδεικνύουν όλοι οι σχετικοί ευρωπαϊκοί δείκτες αγοραστικής δύναμης και μισθών, η κυβέρνηση της ΝΔ σε καμία περίπτωση δεν πείθει πως η χώρα είναι σε τροχιά «Ανάπτυξης για όλους» –όπως πάλι διαβεβαίωνε το 2019 ο κ. Μητσοτάκης– ούτε είναι δημοσιονομικά ασφαλής. Και ας μας διαβεβαιώνει γι’ αυτό το οικονομικό επιτελείο, μέσω του Προϋπολογισμού για το 2025, που συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή.
Κύριο έργο, δε, του ΠΑΣΟΚ, πλέον ως αξιωματική αντιπολίτευση, από τώρα μέχρι και τα Χριστούγεννα, οπότε και θα ψηφιστεί ο Προϋπολογισμός του 2025, είναι να αναδείξει καθαρά και αναλυτικά τη ζοφερή αλήθεια και να εξηγήσει στον ελληνικό λαό πώς ο κ. Μητσοτάκης, στα βήματα του προκατόχου του, συντέλεσε και αυτός στην περαιτέρω οικονομική διάλυση όχι μόνο των μεσαίων, αλλά ακόμη χειρότερα και των αδύναμων, όπως και των μικρομεσαίων τάξεων. Κι αυτό φαίνεται ότι θα είναι ο πολιτικός επίλογός του.
της Ευαγγελίας Λιακούλη
Βουλευτής Λάρισας με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ,
τομεάρχης Δικαιοσύνης, Θεσμών & Διαφάνειας και μαχόμενη ποινικολόγος