Πρωί της περασμένης Τρίτης και άκουγα στο ραδιόφωνο από υπουργό τα εξής… χριστουγεννιάτικα: «Τα καταλύματα ενόψει των Χριστουγέννων είναι ασφυκτικά γεμάτα, δεν υπάρχει ούτε ράντζο. Άρα για ποια φτώχεια μιλάμε;».
Στην εκπομπή γινόταν συζήτηση γύρω από την έρευνα της Eurostat, βάσει της οποίας το 69% των Ελλήνων «νιώθουν ότι είναι φτωχοί», έστω και αν στην πραγματικότητα και με βάση το εισόδημα είναι πολύ χαμηλότερο το ποσοστό των φτωχών στη χώρα μας. Οι περισσότεροι όμως «τα βγάζουν πέρα δύσκολα». Εντάξει, στην πολιτική επιχειρηματολογία και στη δημόσια αντιπαράθεση απόψεων λέγονται κατά καιρούς χοντράδες. Σημεία των καιρών, θα μπορούσε να πει κανείς. Αλλά να πιστεύουν οι εκάστοτε κυβερνητικοί παράγοντες ό,τι πιο ανακριβές και σαθρό και να επιχειρούν να το περάσουν στην κοινωνία ως ακριβές, πάει πολύ. Και ναι, μπορεί τα καταλύματα ενόψει Χριστουγέννων να είναι «ασφυκτικά γεμάτα», αλλά είναι δυνατόν να μας δώσει μια εξήγηση ο αρμόδιος κυβερνητικός παράγων και να μας απαντήσει στο ερώτημα από ποιους και γιατί είναι γεμάτα; Κι αυτό γιατί ακόμα και στα μνημονιακά χρόνια, κατά τα οποία συσσωρεύτηκε μία ύφεση της τάξης του 25% στην ελληνική οικονομία, τα τουριστικά θέρετρα δεν έμειναν ποτέ δυσαρεστημένα ούτε τα Χριστούγεννα ούτε το Πάσχα ούτε το καλοκαίρι. Γέμιζαν, γεμίζουν και θα εξακολουθούν να γεμίζουν κυρίως από το 1/3 του πληθυσμού, που ουδόλως επηρεάστηκε από τα μνημόνια και ουδόλως επηρεάζεται από την ακρίβεια. Πρόκειται για κόσμο με περιουσία, καλές απολαβές από τη δουλειά του και δυνατότητα να ξοδέψει υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Κοντά σ’ αυτούς επιχειρούν το βήμα (ένα τριήμερο για τα Χριστούγεννα) άνθρωποι που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά οικονομικά, αλλά οι οποίοι μπορούν να σφίξουν λίγο παραπάνω το ζωνάρι για να εξασφαλίσουν για τους ίδιους και τα παιδιά τους ένα μικρό χαλαρωτικό διάστημα διακοπών. Αυτό δεν τους κατατάσσει αυτομάτως στις γραμμές των πλουσίων, ούτε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γιγαντιαία οικονομικά προβλήματα που απασχολούν την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Διαχρονικά υπάρχουν πάντα κομμάτια του πληθυσμού που βρίσκουν τον τρόπο να περνούν ζάχαρη, ακόμα και στις πιο «μαύρες» ιστορικές περιόδους της χώρας. Δεν τίθεται, εννοείται, ζήτημα συγκρίσεων με εκείνες τις εποχές (ευτυχώς). Αλλά ο τρόπος να καταδειχθεί οικονομική πρόοδος μέσα από τις κρατήσεις των ξενοδοχείων και της κίνησης στις ταβέρνες είναι όπως και να το κάνουμε… εκτός πραγματικότητας, δεν πείθει κανέναν παρά μόνο αυτούς που θέλουν να πειστούν. Αντί για τα πρωινά φληναφήματα για τις γεμάτες ταβέρνες και τα καταλύματα των ξενοδοχείων, ας κουβεντιάσουν λίγο περισσότερο για τα προβλήματα της καθημερινότητας, που ταλανίζουν τους πολίτες, και ας αφήσουν τον κοσμάκη να… χαρεί τη φτώχεια του με κανένα τριήμερο στα ορεινά…
του Φώτη Σιούμπουρα