H κρίση σε δύο χώρες της Ευρώπης, που εκκολάφθηκε πριν από μερικές εβδομάδες, με το ξεκίνημα της πολιτικής ασυμφωνίας του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία και συνεχίστηκε με την κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ στη Γαλλία, μετά από πρόταση δυσπιστίας, την οποία ψήφισαν από κοινού Αριστερά και άκρα Δεξιά στη Γαλλία, ασφαλώς και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι αυτό γιατί η κρίση αυτή πλήττει τον πυρήνα της Ένωσης, μιας και έχει ως επίκεντρο τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της.
Η παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων από χώρες όπως η Γερμανία, που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν τους πιο σθεναρούς υπερασπιστές τους, υπονομεύει την αξιοπιστία του συστήματος στο σύνολό του. Αυτές οι παρεκκλίσεις αυτονόητα πυροδοτούν φυγόκεντρες δυνάμεις, αυξάνοντας εκθετικά τους κινδύνους ξεσπάσματος μιας νέας σειράς σοβαρότατων δημοσιονομικών κρίσεων.
Πέρα από τις, έως έναν βαθμό συγκυριακές, δημοσιονομικές ανισορροπίες, η τρέχουσα κρίση αναδεικνύει τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ΕΕ. Η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής, η στασιμότητα στην καινοτομία και η αδυναμία ανταπόκρισης στις τεχνολογικές εξελίξεις επιδεινώνουν τη θέση της Ευρώπης σε μια ολοένα και πιο ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά. Η έκθεση Ντράγκι, που καλεί σε επενδύσεις ύψους 1 τρισ. ευρώ ετησίως, παραμένει σε θεωρητικό επίπεδο λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης και ενωτικού οράματος. Ενώ η αύξηση των αμυντικών δαπανών μοιάζει αναπόφευκτη, λόγω Τραμπ και Πούτιν.
Σε πολιτικό επίπεδο, όπου η κρίση συνοδεύεται από την άνοδο λαϊκίστικών κινημάτων και την εντεινόμενη πολιτική αστάθεια, το διακύβευμα είναι ξεκάθαρο. Η Ευρώπη πρέπει είτε να επιλέξει τον δρόμο των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων και της ενίσχυσης της ενότητας, είτε να υποταχθεί στις εγγενείς της αντιφάσεις, μένοντας στο περιθώριο για πολύ καιρό. Σε αυτές τις καταστάσεις, η μοναδική διέξοδος με θετικό αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της τρέχουσας κρίσης, από απειλή, σε ευκαιρία. Ευκαιρία αναγέννησης του οράματος της Ευρώπης και των κοινωνιών μας
του Φώτη Σιούμπουρα