Η σχέση της Ελληνικής Πολιτείας με τον απόδημο ελληνισμό είναι μία σχέση ιδιόρρυθμη. Όλοι θέλουν να λένε ότι ενδιαφέρονται και υποστηρίζουν τους απόδημους, αλλά όταν έρχεται η ώρα της πράξης, λίγοι διαισθάνονται τη βαρύτητα της ιστορικής ευθύνης, ώστε να προχωρήσουν σε αυτές.
Τα παραδείγματα πλείστα, με χαρακτηριστικότερο αυτό που ζήσαμε όλοι πριν από περίπου ένα έτος κατά την ψήφιση του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου και την καταψήφιση εκ μέρους της αντιπολίτευσης της πρόταση της κυβέρνησης, το δικαίωμα αυτό να επεκταθεί και στις εθνικές εκλογές, ώστε οι απόδημοι συμπολίτες μας να δύνανται πέρα από τις ευρωεκλογές και τα δημοψηφίσματα να ψηφίζουν με επιστολική ψήφο και στις εθνικές εκλογές.
Η ανταπόκριση του πολιτικού προσωπικού της χώρας στην ευθύνη υιοθέτησης πολιτικών που θα ενισχύσουν τους δεσμούς της μητέρας πατρίδας με τους απόδημους Έλληνες είναι μία κουβέντα που καλώς έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο, προκειμένου να γνωρίζουν οι πολίτες ποιοι αρέσκονται στα λόγια και ποιοι στα έργα. Όμως, αυτό τελικά που μένει για τον ιστορικό του μέλλοντος, είναι το εάν οι εκάστοτε κυβερνώντες κάνουν πράξη αυτά για τα οποία τους ανέθεσαν την εντολή οι πολίτες.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει με πολλές ενέργειες τη στοχοπροσήλωσή της στα έργα και στις πράξεις ειδικά για την περίπτωση των απόδημων Ελλήνων. Ένα άλλωστε από τα πρώτα νομοσχέδια που ψήφισε η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 ήταν η άρση των περιορισμών για την εγγραφή εκλογέων του εξωτερικού στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.
Στη συνέχεια, ήρθε το νομοσχέδιο για την επιστολική ψήφο. Η επιστολική ψήφος δεν ήταν ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα. Είναι η καταφατική βούληση της Πολιτείας να άρει κάθε περιορισμό στην καθολικότητα της ψήφου για τους πολίτες της. Είναι η μετατροπή της καθολικότητας της ψήφου από θεωρητική συνταγματική αρχή σε πράξη. Είναι το ουσιαστικό άνοιγμα και κάλεσμα του ελληνικού κράτους προς τον απανταχού ελληνισμό.
Εξάλλου, πρόσφατα ο πρωθυπουργός, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο εργαλειοποιώντας τους θεσμούς, όπως έπραξαν άλλες κυβερνήσεις στο παρελθόν, επεφύλαξε μία μόνη εξαίρεση για την επέκταση του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές, ώστε να μπορούν οι απόδημοι να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, πέρα από τις ευρωεκλογές και τα δημοψηφίσματα, και στις εθνικές εκλογές.
Το επιστέγασμα, όμως, των διαρκών και έμπρακτων προσπαθειών της κυβέρνησης για την ενίσχυση των δεσμών της Πολιτείας με τον Ελληνισμό της Διασποράς νομίζω ότι είναι το Στρατηγικό Σχέδιο για τον Απόδημο Ελληνισμό 2024-2027.
Μία πρωτοβουλία του υπουργείου Εξωτερικών που για πρώτη φορά έρχεται να θέσει ένα πλαίσιο, αλλά και ένα όραμα. Να θέσει στόχους επιτεύξιμους και να προσδιορίσει τι ακριβώς θέλει και τι ακριβώς πρέπει να κάνει η Ελληνική Πολιτεία στα χρόνια που έπονται, ώστε όχι μόνο να ενισχυθούν οι δεσμοί με τον Ελληνισμό της Διασποράς, αλλά να μπορέσει να αξιοποιηθεί προς όφελος όλων, με αμφίδρομα πλεονεκτήματα, το ανθρώπινο αυτό δυναμικό που διαθέτει η χώρα μας στο εξωτερικό. Ένα ανθρώπινο δυναμικό που μας κάνει περήφανους και γίνεται καθημερινός πρεσβευτής της χώρας μας στα πέρατα της Γης.
Επιτέλους το ανθρώπινο αυτό δυναμικό, οι Έλληνες της Διασποράς, μπαίνουν στο επίκεντρο μιας κυβερνητικής πολιτικής που δεσμεύεται να σχεδιάζει και να υλοποιεί ακριβώς με επίκεντρο τους ίδιους.
Γράφει ο Φίλιππος Φόρτωμας
Βουλευτής Κυκλάδων με τη ΝΔ