«Να τα πούμε;» ακούγεται η φωνούλα των μικρών από το θυροτηλέφωνο της πολυκατοικίας. «Όχι! Μας τα ’παν άλλοι…» έρχεται η σκληρή απάντηση των μεγάλων που κλείνουν γρήγορα-γρήγορα την όποια συζήτηση. Άλλες φορές δεν υπάρχει ούτε απάντηση! Και αυτό είναι που δεν… αντέχεται. Οι πόρτες είναι ερμητικά κλειστές!
Δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια. Τα παιδιά χτυπούν και ξαναχτυπούν το κουδούνι, αλλά ενώ ο ένοικος είναι εκεί, «βλέπει ποιος είναι» και τον αποφεύγει, όπως ο «διάβολος το λιβάνι»! Βέβαια η ακρίβεια και το «δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ποιος κρύβεται πίσω από τα παιδιά» είναι το πρόβλημα και ο μεγαλύτερος φόβος. Αυτή είναι η εξήγηση που δίνουν οι ειδικοί. Άλλοι, πάλι, πιστεύουν ότι είναι πολλά το «να τα πούμε;» και δεν υπάρχουν τα ανάλογα χρήματα. Και ναι, πιστεύω πως σε γενικές γραμμές η κατάσταση έτσι είναι. Η ακρίβεια έχει ξεφύγει. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι έγινε πανάκριβο. Όταν μόνο για μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες και για σοκολατίνες χρειάζεσαι κοντά στα 100 ευρώ, όλοι καταλαβαίνουμε πού έχει φθάσει το κόστος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει κατάμουτρα να κλείνουμε την πόρτα στα παιδιά μας! Έτσι δεν είναι;
Γι’ αυτό, τέτοιες χρονιάρες μέρες, έχουμε ανοικτή την πόρτα μας στα πιτσιρίκια που έρχονται με την παιδική τους καλοσύνη και αγνή την καρδιά για να μας πουν τα κάλαντα. Δεν είναι ανάγκη να τους δώσουμε πολλά λεφτά! Αρκεί να τα δεχθούμε στο σπιτικό μας με χαμόγελο και αγάπη και ένα μελομακάρονο είναι αρκετό για ανταμοιβή τους. Έτσι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ας ακούσουμε όλοι το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά. Κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά-εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος…». Τουλάχιστον ας μην επαναλάβουμε το λάθος με τις κλειστές πόρτες που είδαμε και μας αφηγήθηκαν τα ίδια τα παιδιά την παραμονή των Χριστουγέννων. Ανοίγοντας την πόρτα σας στα παιδιά που δεν «έχουν κακία μέσα τους», είναι σίγουρο πως θα νιώσετε αγαλλίαση, χαρά και αγάπη. Και πάνω από όλα θα γίνετε και εσείς παιδιά.
Αλήθεια, πόσες φορές όταν είμαστε παιδιά δεν νιώσαμε και εμείς δυσαρέσκεια και θέλαμε να βάλουμε τα κλάματα, όταν κάποιοι ήταν αρνητικοί στο να τους πούμε τα κάλαντα; Όχι λίγες! Όμως με αγώνα και με πείσμα κρατήσαμε όρθιες τις παραδόσεις μας. Τα ήθη και τα έθιμα της χώρας μας. Θυμάμαι ότι πρωί-πρωί πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι. Οι νοικοκυρές μάς άνοιγαν την πόρτα τους και μόλις άκουγαν το «Άγιος Βασίλης έρχεται, κι όλους δεν μας καταδέχεται, Από-από την Καισαρεία, ’σύ ’σαι αρχό, ’σύ ’σαι αρχόντισσα κυρία…», μας έδιναν κουραμπιέ και μελομακάρονο που είχαν φτιάξει με τα χεράκια τους. Όσοι βέβαια είχαν τη δυνατότητα, μας έδιναν 50 λεπτά ή μία δραχμή! Στόχος και σκοπός όλων μας ήταν να διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας Και τα καταφέραμε.
Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε πως με κλειστές τις πόρτες δεν διατηρούνται τα ήθη και τα έθιμα, που τόσο ανάγκη έχει η πατρίδα μας.
Γράφει ο Γιώργος Κοντονής