Με την έναρξη της νέας δικαστικής χρονιάς, αρχίζει ουσιαστικά και η εφαρμογή μιας μεγάλης και εκτεταμένης μεταρρύθμισης στη Δικαιοσύνη, που ονομάστηκε «νέος δικαστικός χάρτης».
Μεταρρύθμιση που στοχεύει στο να μπορέσει, επιτέλους, η Δικαιοσύνη –και στη χώρα μας– να πετύχει αυτά που έχουν από χρόνια πετύχει τα δικαστικά συστήματα πολλών ευρωπαϊκών, και όχι μόνο, χωρών. Να εκδίδονται δηλαδή οι αποφάσεις των δικαστηρίων σε χρόνο εύλογο, και όχι σε πέντε ακόμα και δέκα χρόνια, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα.
Η μεταρρύθμιση που στηρίχθηκε στην πλήρη αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη, δηλαδή σε αλλαγές για το πού θα λειτουργούν τα δικαστήρια σε όλη τη χώρα και τι δικαστήρια θα είναι, όπως είναι φυσικό, παρουσιάζει τον πρώτο καιρό της εφαρμογής της –είναι άλλωστε εξαιρετικά δύσκολο το όλο εγχείρημα– προβλήματα και προκαλεί αντιδράσεις, κυρίως των δικηγόρων.
Η μεταρρύθμιση αυτή, που υπαγορεύθηκε και από την ανάγκη να εκταμιευθούν κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης (ήταν άλλωστε από τα βασικά προαπαιτούμενα), στηρίχθηκε πάνω σε μια σημαντική προϋπόθεση. Την ένταξη όλων των ειρηνοδικών, περί τους 960 δικαστές που υπηρετούσαν στα Ειρηνοδικεία, στον βασικό κορμό της ποινικής Δικαιοσύνης, ώστε πλέον να δικάζουν και αυτοί κανονικά όλες τις υποθέσεις, ποινικές και αστικές, όπως και οι πρωτόδικες και να μην περιορίζονται στις λίγες που δίκαζαν έως τώρα.
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο νέος δικαστικός χάρτης, μία από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση σε θεσμικό επίπεδο, μεταρρύθμιση επιβεβλημένη που όφειλε να έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια.
Ο νέος δικαστικός χάρτης αποτελεί όχι μόνον ενδεικτικό, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς στο νεοελληνικό κράτος κινούνται οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και πώς αναγκαία βήματα ακυρώνονται από ιδεοληψίες ή φοβίες και συνδικαλιστικές και πολιτικές αντιδικίες.
του Φώτη Σιούμπουρα