Γεωπολιτικά, η χρονιά που ξεκινάει σε λίγες ημέρες δεν είναι tabula rasa, αλλά κουβαλάει στις αποσκευές της τις κρίσεις, τις αβεβαιότητες και τα άλυτα ζητήματα των προηγούμενων ετών. Ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία δεν υπήρχαν τόσα ανοιχτά μέτωπα, τόση διάχυτη ρευστότητα και τόσες ευμετάβλητες εξελίξεις, όπως στα τέλη του 2024, και συγχρόνως ποτέ ξανά οι χώρες στο παγκόσμιο σκηνικό δεν ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες και αλληλεξαρτώμενες μεταξύ τους.
Εν μέσω όλων αυτών βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας οικονομικός γίγαντας που ακόμα είναι σε αναζήτηση του ρόλου της στον κόσμο και αυτοπροσδιορισμού της θέσης της στο πολυμερές διεθνές στερέωμα. Οι άλλοτε κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις και ατμομηχανές της ΕΕ, δηλαδή η Γαλλία και η Γερμανία, δεν μπορούν πλέον να επιτελέσουν αυτόν τον ρόλο, ταλανιζόμενες από εσωτερική αστάθεια και εσωστρέφεια. Παράλληλα, μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, η ΕΕ αναζητά όλο και πιο έντονα την ακηδεμόνευτη πορεία της, ειδικά στον τομέα της ασφάλειας.
Και κάπου στην άκρη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα, που πριν προφτάσει να εξέλθει από την πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά οδυνηρή υπερδεκαετή περίοδο της μνημονιακής επιτήρησης, βρέθηκε αντιμέτωπη με τις συνέπειες μια πρωτοφανούς πανδημίας που έπληξε τον τουρισμό, δηλαδή την καρδιά της εθνικής μας οικονομίας, και εν μέσω δύο πολέμων στην ευρύτερη περιφέρειά της, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Όμως, παρά το περίπλοκο και αρνητικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε, κατά κύριο λόγο από εξωγενείς παράγοντες, η χώρα μας διεκδικεί με αξιώσεις μια αναβαθμισμένη θέση. Η κυβερνητική σταθερότητα, που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, μαζί με τη συνεχιζόμενη μεγέθυνση της οικονομίας, έχει προσδώσει στην Ελλάδα την αυτοπεποίθηση που της αρμόζει, ώστε να διεκδικήσει τη θέση και τον ρόλο που της αξίζει, τόσο εντός της ΕΕ όσο και στη διεθνή σκακιέρα. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έχει καταστεί από το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης σε έναν αξιόπιστο εταίρο, έμπιστο σύμμαχο και ισάξιο συνομιλητή.
Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε ένα στάδιο πρωτοφανούς ωρίμανσης, γεγονός που την καθιστά έναν σταθεροποιητικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Η χώρα μας επιδιώκει συστηματικά και μεθοδικά την ένταξη των εθνικών πολιτικών στόχων στην ευρύτερη ευρωπαϊκή πολιτική και την προώθηση και επίτευξή τους συλλογικά μέσω της ΕΕ. Οι εθνικές προτεραιότητες και τα εθνικά συμφέροντα συντάσσονται με τις ευρύτερες προτεραιότητες των συμμάχων μας και με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πετύχουμε αμοιβαία ωφέλιμες λύσεις. Το πιο σημαντικό, και η συνθήκη που εξασφαλίζει τα παραπάνω, είναι ότι πλέον έχουμε ισχυρή φωνή σε όλα τα κέντρα αποφάσεων εντός και εκτός της ΕΕ, και συμμετέχουμε και συνδιαμορφώνουμε την ευρωπαϊκή ατζέντα του μέλλοντος με αξιώσεις.
Τα θολά μηνύματα που προέρχονται από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, ειδικά στο θέμα της λειτουργίας του ΝΑΤΟ, οδηγούν ολόκληρη την Ευρώπη σε ένα σημείο καμπής. Η Βορειοατλαντική Συμμαχία, από την ίδρυσή της το 1949, αποτελεί μια σταθερά για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, γεγονός που οδήγησε την Ευρώπη να θέσει την ασφάλειά της σε δεύτερη μοίρα. Όμως, η Ελλάδα έχει προχωρήσει στην ενίσχυση παραδοσιακών συμμαχιών, αλλά και στην οικοδόμηση νέων, ενώ, έχοντας αποκτήσει ισχυρές και άρτια εξοπλισμένες Ένοπλες Δυνάμεις, αποκτά μια ισχυρή φωνή στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα ασφάλειας. Με ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τον σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, τον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και τον σαφή δυτικό προσανατολισμό, η Ελλάδα έχει αποκτήσει ένα πολύ δυνατό διεθνές αποτύπωμα το οποίο της επιτρέπει όχι μόνο να έχει έναν περιφερειακό ρόλο, αλλά και έναν ρόλο ο οποίος είναι αμιγώς διεθνής.
Οι πρόσφατες, ακόμα εν εξελίξει, ανατροπές στη Συρία μπορεί εκ πρώτης όψεως να τρομάζουν μια χώρα που βρίσκεται σε τόσο μεγάλη γεωγραφική εγγύτητα, όπως η Ελλάδα, αλλά μια νηφάλια εξέταση της κατάστασης μας δίνει μια εναλλακτική προοπτική. Αν και ομολογουμένως η Τουρκία του Ερντογάν μπορεί να δίνει την εντύπωση της πλέον ωφελημένης χώρας από τις πρόσφατες εξελίξεις, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι η χώρα μας έχει στενές σχέσεις και διαύλους επικοινωνίας με το Πατριαρχείο Αντιοχείας και τον χριστιανικό πληθυσμό, Ελληνόφωνο και Αραβόφωνο της Συρίας, τον Λίβανο, την Ιορδανία και φυσικά το Ισραήλ, δηλαδή με όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες, κάτι που της δίνει φωνή και βήμα.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο ΟΗΕ, και δη το ύψιστο όργανο λήψης αποφάσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας, χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοβουλιών και δυσλειτουργικότητα. Αυτό είναι εν πολλοίς λογικό και αναμενόμενο, καθότι ο ΟΗΕ είναι ένας θεσμός που ιδρύθηκε το 1945 και η δομή και η σύνθεσή του αντανακλούν το διπολικό, μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα. Μια αναμόρφωση και αναδιοργάνωση του μεγαλύτερου διεθνούς οργανισμού κρίνεται πλέον επιτακτική, ώστε να μπορεί να εκφράζει τη νέα αναδυόμενη πολυμερή διεθνή τάξη και να απαντάει άμεσα και αποτελεσματικά στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος. Η χώρα μας πρέπει να αδράξει την ευκαιρία και να αξιοποιήσει την ανάληψη της θέσης του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την περίοδο 2025-2026, ώστε να μπορέσει να συγκαθορίζει τη διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας, με τον πιο ωφέλιμο για τα εθνικά συμφέροντα τρόπο.
Το 2025 βρίσκει την Ελλάδα ως μια σύγχρονη χώρα, στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, έναν πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην καρδιά των γεωπολιτικών εξελίξεων, παρούσα στο διεθνές γίγνεσθαι. Μια ευρωπαϊκή χώρα που αντικρίζει τις προκλήσεις με αυτοπεποίθηση, τις αλλαγές με θάρρος και χωρίς φοβίες, ακολουθεί μια πορεία που αποσπά τον παγκόσμιο σεβασμό και χαρίζει περηφάνια και όραμα στους πολίτες της.
Γράφει ο Δημήτρης Κυριαζίδης
Βουλευτής Δράμας με τη ΝΔ