Η ενδοοικογενειακή βία, η οποία αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές έμφυλης βίας,αποτελεί πλέον ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο που αυξάνεται σε καθημερινή βάση με γεωμετρική πρόοδο, με θύματα στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες.
Ως έκφανση της έμφυλης βίας εδράζεται στις απαρχαιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις και στα έμφυλα στερεότυπα που αναπαράγουν την κοινωνική ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων καθώς και στις υφιστάμενες προκαταλήψεις ότι η γυναίκα είναι κατώτερη του άντρα και ως εκ τούτου υπόκειται στην εξουσία του και μέσω της άσκησης βίας σωφρονίζεται ή τιμωρείται.
Πώς όμως ορίζεται;
Ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» περικλείει το σύνολο των πράξεων σωματικής, ψυχολογικής, σεξουαλικής ή οικονομικής βίας ή απειλής βίας,που ασκείται μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων/συντρόφων/μερών του συμφώνου συμβίωσης ή μεταξύ άλλων μελών μιας οικογένειας.
Η πιο κοινή μορφή ενδοοικογενειακής βίας είναι εκείνη από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο προς τη σύζυγο ή σύντροφό του, αντίστοιχα.
Ωστόσο, η πιο ακραία μορφή ενδοοικογενειακής βίας είναι η διάπραξη γυναικοκτονιών. Με τον όρο γυναικοκτονία, ο οποίος καταγράφηκε για πρώτη φορά το έτος 1976 και υιοθετήθηκε το έτος 1992 από την επιστήμη της εγκληματολογίας, αποδίδεται η διάπραξη ανθρωποκτονίας γυναίκας από άντρα που συνήθως είναι σύντροφος ή σύζυγός της και από τον οποίο αντιμετώπιζε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έξαρση των γυναικοκτονιών τόσο στη χώρα μας όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μάλιστα, η υποχρεωτική παραμονή των ζευγαριών στην οικία τους στο πλαίσιο των ληφθέντων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας Covid-19 είχε σαν αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξησή τους.
Η ενδοοικογενειακή βία σε αριθμούς
Τα στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας σε όλες τις μορφές τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο είναι ιδιαιτέρως αποκαρδιωτικά.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, 1 στις 4 Ευρωπαίες γυναίκες είναι ή πρόκειται να υπάρξει θύμα ενδοοικογενειακής βίας κάποια στιγμή στη ζωή της, ενώ κάθε έτος ένα ποσοστό γυναικών της τάξεως 6% έως 10% αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας.
Αντίστοιχα, και στην Ελλάδα τα ποσοστά ενδοοικογενειακής βίας είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΕΛΑΣ, τα ποσοστά της ενδοοικογενειακής βίας για το έτος 2024 έχουν σχεδόν διπλασιαστεί συγκριτικά με το έτος 2023, ενώ σε καθημερινό επίπεδο 51 γυναίκες στη χώρα μας υφίστανται ενδοοικογενειακή βία,με ένα ποσοστό 27% των δραστών να είναι σύζυγοι.
Ελληνικό δικαιικό σύστημα και ενδοοικογενειακή βία
Κατά την ελληνική νομοθεσία, η ενδοοικογενειακή βία συνιστά ποινικό αδίκημα που επισύρει βαρύτατες ποινές και τιμωρείται στο πλαίσιο των διατάξεων του νόμου 3500/2006, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύεικαθώς και από τα άρθρα 312, 330 και 333 του Ποινικού Κώδικα.
Παράλληλα, στο πλαίσιο επικύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης από τη χώρα μας ποινικοποιήθηκαν και ειδικότερες μορφές έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, που μέχρι πρότινος δεν αποτυπώνονταν νομικά ως τέτοιες, όπως είναι stalking, ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων, εξαναγκαστικός γάμος και οικονομική βία.
Επιπλέον, λόγω της ραγδαίας αύξησης των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, ερευνητέο είναι αν η γυναικοκτονία θα πρέπει να θεσπιστεί ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα,συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στη γενική και ειδική πρόληψη του φαινομένου καθώς και στην αποτελεσματικότερη καταστολή του, ενέργεια στην οποία έχουν ήδη προβεί και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η Κύπρος.
Πώς προστατεύεται το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας;
Η σχετική ποινική νομοθεσία προβλέπει την αυτεπάγγελτη κίνηση της ποινικής διαδικασίας, δηλαδή οι αστυνομικές αρχές με το που λαμβάνουν γνώση για την τέλεση του εν λόγω αδικήματος, επιλαμβάνονται κατευθείαν και κινούν τη διαδικασία ποινικής δίωξης σε βάρος του δράστη, χωρίς να τίθεται κάποια άλλη προϋπόθεση.
Το θύμα ενδοοικογενειακής βίας, λοιπόν, δίχως άλλο θα πρέπει να προβεί σε καταγγελία στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα και να συμβουλευτεί δικηγόρο για τις απαιτούμενες ενέργειες, οι οποίες είναι: Η λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την απομάκρυνση του δράστη από την οικογενειακή στέγη και μη προσέγγισης του θύματος σε συγκεκριμένη απόσταση, με σκοπό την πληρέστερη προστασία του. Παράλληλα, σε περίπτωση ύπαρξης ανήλικων τέκνων υπάρχει και η δυνατότητα και για την υποβολή αιτήματος επιμέλειας και διατροφής τους.
Εν κατακλείδι, η αποτελεσματική προστασία ενός θύματος ενδοοικογενειακής βίας προκύπτει συνδυαστικά μέσα από την οργανωμένη προσπάθεια των αρμόδιων αρχών και κοινωνικών υπηρεσιών καθώς και του δικηγόρου που θα επιληφθεί καθώς οι ενέργειές του έχουν ως πρωταρχικό σκοπό αφενός πληρέστερη διασφάλιση των δικαιωμάτων του και αφετέρου την απόδοση δικαιοσύνης.
της Ελένης Χριστοδουλίδη
Δικηγόρος Αθηνών