Ποιες περιοχές και ποιες υποδομές κινδυνεύουν
Περικυκλωμένη από δύο μεγάλα ρέματα είναι η Θεσσαλονίκη. Το ένα το ρέμα του Ανθεμούντα ανατολικά και το άλλο το ρέμα του Δενδροποτάμου δυτικά. Και τα δύο ρέματα όπως αναφέρει στην “Κ” ο καθηγητής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων στο ΑΠΘ, Νίκος Θεοδοσίου, μπορούν σε συνθήκες ακραίας κακοκαιρίας να πλήξουν το αεροδρόμιο και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης που αποτελούν σημαντικές υποδομές.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ενδιάμεσα αυτών των δύο μεγάλων ρεμάτων, δηλαδή εντός της Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει κανένα ρέμα, αφού όλα έχουν καταπατηθεί, κοινώς μπαζώθηκαν, σε μεγάλο βαθμό.
“Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει το ρέμα του Ανθεμούντα που καταλήγει στο αεροδρόμιο, υπάρχει το ρέμα του Δενδροποτάμου που καταλήγει στο λιμάνι και περνάει από όλη αυτή την πυκνοκατοικημένη περιοχή της Δυτικής Θεσσαλονίκης και ενδιάμεσα δεν υπάρχει κανένα ρέμα που να έχει απομείνει από τα παλαιά ρέματα της πόλης που να έχει αρχή, μέση και τέλος.
Υπάρχουν ρέματα που έχουν μείνει τμήματά τους μέσα στην πόλη. Άρα, σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, αν θεωρήσουμε ότι ξεκινάμε από το αεροδρόμιο και φτάνουμε στο λιμάνι, ενδιάμεσα δεν υπάρχει κανένα ρέμα που να έχει απομείνει. Όλα με κάποιο τρόπο, για κάποιο λόγο και σε κάποιο μήκος έχουν καταπατηθεί” ανέφερε ο κ. Θεοδοσίου.
Υπό αυτά τα δεδομένα σε περίπτωση ακραίας βροχόπτωσης η Θεσσαλονίκη θα βιώσει έντονα πλημμυρικά φαινόμενα. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ, “το πρόβλημα περιορίζεται από την ύπαρξη της περιφερειακής τάφρου, η οποία διασχίζει παράλληλα με τη θάλασσα τη Θεσσαλονίκη, δηλαδή ξεκινάει από τον κόμβο της Τριανδρίας στον περιφερειακό και καταλήγει στην Σχολή Δικαστών στην Κρήνη. Έτσι, η περιφερειακή τάφρος παραλαμβάνει όλα τα νερά που έρχονται από εξωτερικές λεκάνες και τα διοχετεύει στη θάλασσα”.
Κίνδυνος για την Μπότσαρη από το Ελαιόρεμα
Ωστόσο, η ύπαρξη διαφόρων καθέτων ρεμάτων που σταματούν στην περιφερειακή τάφρο είναι εν δυνάμει επικίνδυνη σε περίπτωση που για κάποιον λόγο μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα νερού. Ένα τέτοιο ρέμα είναι αυτό του Ελαιορέματος, το οποίο ξεκινάει από το Πανόραμα και την Πυλαία και φτάνει στην περιφερειακή τάφρο.
“Αν το Ελαιόρεμα μεταφέρει μεγάλη παροχή νερού, δεν θα μπορέσει να στρίψει κάθετα στην περιφερειακή τάφρο. Και η παλαιά κοίτη του Ελαιορέματος που μπορεί να υπερχειλίσει ουσιαστικά είναι η περιοχή της Μπότσαρη. Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος τα νερά του Ελαιορέματος να υπερχειλίσουν την περιφερειακή τάφρο, να ακολουθήσουν την παλαιά τους διαδρομή και να κατακλύσουν μια περιοχή, η οποία είναι πυκνοκατοικημένη” τόνισε ο κ. Θεοδοσίου.
Ο Δενδροπόταμος το πιο επικίνδυνο ρέμα
Η πιο επικίνδυνη περιοχή για να πλημμυρίσει είναι η περιοχή του Δενδροποτάμου. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του ΑΠΘ το ρέμα είναι πολύ μεγάλο, έχει μεγάλη λεκάνη απορροής και πολύ μεγάλο μήκος.
“Μαζεύει πολλούς κλάδους ρεμάτων που καταλήγουν στον Δενδροπόταμο και διέρχεται από μια πάρα πολύ πυκνοκατοικημένη περιοχή. Σε πάρα πολλά σημεία έχει καταπατηθεί και σε πολύ μεγάλο βαθμό. Δηλαδή έχει απομείνει ελάχιστη από την κοίτη του ρέματος”, τόνισε. Περαιτέρω δε, πολλά τμήματα του ρέματος έχουν κλείσει κι έχουν υπογειοποιηθεί κι έχουν γίνει υπερκείμενοι δρόμοι θυμίζοντας, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Θεοδοσίου, “την περίπτωση του Κηφισού στην Αθήνα”. “Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται σε αυτά τα τμήματα του Δενδροποτάμου. Δεν είναι τόσο μεγάλα όσο του Κηφισού αλλά παρόλα αυτά είναι υπογειοποιημένα τμήματα, τα οποία είναι δύσκολα στην επίσκεψη τους και φυσικά στην συντήρηση τους”, είπε.
Το ρέμα του Δενδροποτάμου καταλήγει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και όπως επισημαίνει ο κ. Θεοδοσίου σε περίπτωση έντονων πλημμυρικών φαινομένων “υπάρχει μεγάλος κίνδυνος και για το λιμάνι που είναι μια σημαντική υποδομή για την πόλη αλλά και για όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές” από τις οποίες διέρχεται το εν λόγω ρέμα.
Οι λύσεις για να βελτιωθεί η κατάσταση και να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος να πλημμυρίσουν κατοικημένες περιοχές είναι συγκεκριμένες και οπωσδήποτε αποτελεσματικές. Θα πρέπει να υλοποιηθούν συγκεκριμένα έργα συντήρησης και κυρίως καθαρισμού των κοιτών του Δενδροποτάμου “ακόμα και τα υπογειοποιημένα τμήματα του ρέματος” έτσι ώστε να είναι ανοικτές οι κοίτες για να διαχέεται το νερό. Ακόμα, όπως αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ, θα πρέπει κάποια αυθαίρετα που είναι χτισμένα μέσα στην κοίτη του Δενδροπόταμου “επιτέλους γίνει μια παρέμβαση και να γκρεμιστούν για το καλό όλων”.
Όσον αφορά το ρέμα του Ανθεμούντα η κατάσταση είναι λίγο διαφορετική, διότι εκτός από το κατοικημένο τμήμα της Θέρμης, η υπόλοιπη περιοχή από την οποία διέρχεται είναι κυρίως αγροτική. “Αλλά επειδή καταλήγει δίπλα στο αεροδρόμιο υπάρχει κίνδυνος για το μεγάλο αυτό έργο υποδομής”, τόνισε ο κ. Θεοδοσίου.
Το πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει ο καθηγητής του ΑΠΘ, δέχεται κάθε χρόνο τον ίδιο όγκο νερού όπως και η Βαλένθια της Ισπανίας, περί τα 500 χιλιοστά βροχής. Την ημέρα που η Βαλένθια βούλιαξε στα νερά και τις λάσπες δέχτηκε όπως είπε ο κ. Θεοδοσίου περί τα 800 χιλιοστά βροχής μέσα σε οκτώ ώρες. Τι θα συμβεί όμως αν η Θεσσαλονίκη δεχτεί μια βροχή όπως δέχτηκε η ισπανική πόλη; Όπως εξηγεί ο κ. Θεοδοσίου η Θεσσαλονίκη διαθέτει το μεγάλο πλεονέκτημα της μορφολογίας της αλλά κυρίως της θάλασσας που είναι σε κοντινή απόσταση από το βουνό.
“Το μεγάλο πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης που τη διαφοροποιεί και από τη Βαλένθια και με την Αθήνα είναι η μορφολογία της. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στενή και με μεγάλο μήκος και μικρό βάθος. Δηλαδή η απόσταση από το βουνό στη θάλασσα είναι πάρα πολύ μικρή σε σχέση με το μήκος της πόλης, άρα το νερό που κινείται από τα ψηλά προς τα χαμηλά γρήγορα βρίσκει διέξοδο προς τη θάλασσα. Αντίθέτως στην Αθήνα που είναι μια δαιδαλώδης πόλη βρίσκει πάρα πολλά εμπόδια και αδιέξοδα και πλημμυρίζουν πολλές περιοχές”, τόνισε και πρόσθεσε ότι στη Θεσσαλονίκη θα πλημμυρίσει προφανώς η παραλιακή ζώνη, δηλαδή η Λεωφόρος Νίκης, η Μεγάλου Αλεξάνδρου και φυσικά οι περιοχές από όπου διέρχεται ο Δενδροπόταμος, ο Ανθεμούντας κ.α.
“Αν πέσει μια βροχή όπως στη Βαλένθια η κατάκλυση της πόλης θα είναι καθολική αλλά το νερό θα φύγει γρήγορα προς τη θάλασσα. Αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης” κατέληξε.