Όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν αρνηθεί τις κατηγορίες
Η Ελίζαμπεθ Στρας άφησε την τελευταία της πνοή στο σπίτι της το 2022, έχοντας υποστεί διαβητική κετοξέωση – μια σοβαρή και απειλητική για τη ζωή επιπλοκή του διαβήτη, που προκύπτει όταν ο οργανισμός παράγει υπερβολικές ποσότητες κετονών στο αίμα. Σύμφωνα με όσα ακούστηκαν στο δικαστήριο, η ιατρική της φροντίδα παραμελήθηκε σκόπιμα, καθώς η θρησκευτική ομάδα «Άγιοι» στην οποία ανήκε η οικογένειά της, αρνούνταν την ιατρική περίθαλψη, πιστεύοντας πως η θεραπεία θα προερχόταν από τον Θεό.
Ο πατέρας της, Τζέισον Στρας, καθώς και ο ηγέτης της ομάδας, Μπρένταν Στίβενς, κατηγορήθηκαν αρχικά για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, όμως τελικά κρίθηκαν ένοχοι για το λιγότερο βαρύ αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Επιπλέον, άλλα δώδεκα μέλη της αίρεσης, μεταξύ των οποίων η μητέρα και ο αδελφός της Ελίζαμπεθ, καταδικάστηκαν επίσης για τον ίδιο λόγο. Όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν αρνηθεί τις κατηγορίες.
Η δίκη
Κατά την ανακοίνωση της απόφασης, που περιλάμβανε σχεδόν 500 σελίδες, ο δικαστής Μάρτιν Μπερνς ανέφερε πως, παρότι η οικογένεια και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας αγαπούσαν ειλικρινά την Ελίζαμπεθ, η αφοσίωσή τους σε μια ακραία δοξασία κόστισε τη ζωή της. «Είναι ξεκάθαρο πως το παιδί αυτό φροντίστηκε με αγάπη με κάθε τρόπο», σημείωσε, «όμως η προσήλωσή τους στην πίστη ότι η ίαση θα ερχόταν μόνο μέσω της θεϊκής παρέμβασης, τού στέρησε τη μοναδική θεραπεία που θα το κρατούσε ζωντανό».
Η ακροαματική διαδικασία, η οποία διεξήχθη στο Ανώτατο Δικαστήριο του Κουίνσλαντ, ξεκίνησε τον περασμένο Ιούλιο και διήρκεσε αρκετούς μήνες. Κατά τη διάρκεια της δίκης, κατατέθηκαν οι μαρτυρίες 60 ανθρώπων, περιγράφοντας την Ελίζαμπεθ ως ένα «ευφυές» παιδί που πέρασε αβάσταχτο μαρτύριο πριν τον θάνατό της.
«Τις τελευταίες της μέρες είχε σχεδόν χάσει τη φωνή της, δεν μπορούσε να πάει στην τουαλέτα χωρίς βοήθεια, ενώ είχε συμπτώματα ακράτειας», ανέφερε η εισαγγελέας Καρολάιν Μάρκο, υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση της υγείας της συνοδευόταν από ακραίο λήθαργο, εμετούς και τελικά απώλεια συνείδησης.
Η αντίδραση της αίρεσης στην επιδείνωση της κατάστασής της ήταν να προσεύχεται και να ψέλνει γύρω της, καθώς το παιδί βρισκόταν ξαπλωμένο σε ένα στρώμα στο πάτωμα του σπιτιού της στην πόλη Τοουουόμπα, περίπου 125 χιλιόμετρα δυτικά του Μπρίσμπεϊν. Παρά το ότι η υγεία της επιδεινώθηκε ραγδαία, κανείς δεν κάλεσε γιατρό και οι αρχές ενημερώθηκαν μόλις 36 ώρες μετά τον θάνατό της, καθώς η ομάδα πίστευε πως υπήρχε πιθανότητα να αναστηθεί.
Οι 14 κατηγορούμενοι, ηλικίας 22 έως 67 ετών, αρνήθηκαν να έχουν νομική εκπροσώπηση ή να καταθέσουν ένσταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της δίκης, αρκετοί από αυτούς βοήθησαν ή παρότρυναν τον πατέρα της να σταματήσει τη χορήγηση ινσουλίνης στην κόρη του.
Ο Τζέισον Στρας, 53 ετών, εισήλθε στην αίρεση πολύ αργότερα από τη σύζυγό του, Κέρι, 49 ετών. Παρότι αρχικά υποστήριζε τη φαρμακευτική αγωγή για τη διαχείριση του διαβήτη της κόρης του, στη συνέχεια φάνηκε να υιοθετεί τις απόψεις της ομάδας. Οι εισαγγελείς υποστήριξαν πως, αν και γνώριζε πως η διακοπή της ινσουλίνης θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του παιδιού του, εντούτοις συμμορφώθηκε με τις πεποιθήσεις της κοινότητας. Ο 63χρονος ηγέτης της αίρεσης, Μπρένταν Στίβενς, επίσης κρίθηκε ότι είχε συνειδητή επίγνωση των συνεπειών της απόφασης.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες
Κατά τη διάρκεια της απολογίας του, ο πατέρας της Ελίζαμπεθ δάκρυσε, ισχυριζόμενος πως είχε συμφωνήσει μαζί της να διακόψουν την ινσουλίνη. Εξέφρασε, μάλιστα, την πεποίθηση ότι η κόρη του δεν είχε πραγματικά φύγει από τη ζωή, αλλά «κοιμόταν» και πως μια μέρα θα την ξαναδεί.
Από την πλευρά του, ο Στίβενς υπερασπίστηκε τη στάση της ομάδας, ισχυριζόμενος πως διώκονταν για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Δήλωσε πως είχαν το δικαίωμα να εμπιστεύονται απόλυτα τον λόγο του Θεού και πως η επιλογή τους να μην ασκήσουν έφεση βασίστηκε στην αρχή ότι η εκκλησία τους δεν επιδίωκε να αμφισβητήσει το σύστημα δικαιοσύνης.
Ο δικαστής Μπερνς, αν και αναγνώρισε τη βαριά ευθύνη του Τζέισον Στρας και του Μπρένταν Στίβενς, έκρινε πως δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να καταδικαστούν για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ωστόσο, τόσο οι ίδιοι όσο και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από αμέλεια, καθώς συμμετείχαν σε μια ακραία πρακτική που είχε ως τραγική κατάληξη τον θάνατο του παιδιού.
Συγκλονιστική ήταν η μαρτυρία της αδελφής της Ελίζαμπεθ, Τζέιντ, η οποία εγκατέλειψε την αίρεση στα 16 της και πλέον έχει αποκοπεί πλήρως από την οικογένειά της. Όπως ανέφερε, η ομάδα γινόταν όλο και πιο αυστηρή στις δοξασίες της, απορρίπτοντας την ιατρική περίθαλψη και θεωρώντας τις γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ως ασεβείς πρακτικές.
Η δίκη αποκάλυψε πως η ζωή της Ελίζαμπεθ είχε τεθεί σε κίνδυνο και στο παρελθόν. Δύο χρόνια πριν τον θάνατό της, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο με διαβητικό κώμα, ζυγίζοντας μόλις 15 κιλά. Τότε, οι γιατροί είχαν διαγνώσει διαβήτη τύπου 1 και είχαν προειδοποιήσει πως θα χρειαζόταν καθημερινή ινσουλίνη για να επιβιώσει.
Η Τζέιντ εξέφρασε ικανοποίηση για την ετυμηγορία, αλλά παράλληλα πικρία, καθώς – όπως είπε – το σύστημα απέτυχε να προστατεύσει την αδελφή της. «Είμαστε εδώ σήμερα επειδή δεν έγιναν έγκαιρα οι απαραίτητες ενέργειες για να τη σώσουν από μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση», δήλωσε έξω από το δικαστήριο.