Αναγνωρισμένος διεθνώς, στα πέρατα της ομογένειας, με σπουδαίες συνεργασίες, φήμη και δόξα, παραμένει αγνός, σεμνός και προσηλωμένος στο να εξιστορεί ερμηνευτικά θρύλους και μαντινάδες της γενέτειράς του
Ερμηνευτής αυθεντικός, Ανωγειανός ποιητής και κορυφαίος μουσικός, ο ζωντανός θρύλος Βασίλης Σκουλάς μετράει φέτος 65 χρόνια στην πρώτη γραμμή του παραδοσιακού κρητικού και έντεχνου τραγουδιού. Το όγδοο παιδί της ισχυρής οικογένειας καλλιτεχνών Αλκιβιάδη Σκουλά από πάππου προς πάππου, μυήθηκε από μικρός στη λαϊκή φαντασία και τις μελωδίες του τόπου του, μαθαίνοντας λύρα. Αναγνωρισμένος πλέον διεθνώς στα πέρατα της ομογένειας, με σπουδαίες συνεργασίες, φήμη και δόξα, ο υπέροχος Βασίλης Σκουλάς παραμένει αγνός, σεμνός και προσηλωμένος στο να εξιστορεί ερμηνευτικά θρύλους και μαντινάδες της γενέτειράς του και φυσικά υπέροχος συνομιλητής.
Τραγουδάτε την Κρήτη και την Ελλάδα παραπάνω από μισό αιώνα.
Και δεν αισθάνθηκα ποτέ κούραση μέσα από την ερμηνεία, τη μουσική και τη λύρα! Διανύσαμε εξίμισι δεκαετίες επαγγελματικά στο τραγούδι, τόσο ευχάριστα, με πολλή θαλπωρή και αγάπη από τον κόσμο.
Τι σας έχει διδάξει η μουσική;
Τα πάντα σε σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη, τον ψυχισμό και το μεγαλείο των ανθρώπων, αυτό που κουβαλάνε και το καταθέτουν σε στιγμές ευφορίας, χαράς, λύπης. Είναι κάτι που με συγκινούσε πάντα.
Γεννηθήκατε σε δύσκολες εποχές, στ’ Ανώγεια.
Εποχές σκληρές, με πείνα, φτώχεια, κατεστραμμένο το χωριό από τους Γερμανούς. Ούτε παπούτσια δεν είχαμε. Θυμάμαι ξυπόλυτος με τα παιδιά του χωριού να τρέχουμε στα χιόνια, κυνηγώντας σπουργίτια, να τα πιάσουμε. Δεν είχαμε καμία πολυτέλεια, ούτε περιμέναμε ποτέ τον Άγιο Βασίλη. Τα Χριστούγεννα ελπίζαμε κάποια οικογένεια να σφάξει ένα οικόσιτο, για να φάμε όλοι κι εμείς οι πιτσιρικάδες να πάρουμε την κύστη του χοίρου, να τη φουσκώσουμε, να την κάνουμε τόπι. Δεν πρόλαβα να παίξω πολύ, πήγα σχολείο μέχρι το Δημοτικό κι όταν επέστρεφα στο σπίτι, πετούσα την τσάντα και έπιανα τη λύρα.
Αυτό ήταν το παιχνίδι σας;
Ναι. Εφτά χρονών, έπαιζα ήδη με τον πατέρα μου στο καφενείο που διατηρούσαμε από τον παππού, ένα σημείο συνάντησης ανθρώπων όλων των γενεών που συζητούσαν, έλεγαν ιστορίες και τραγουδούσαν. Αυτό ήταν πολύ μεγάλη σχολή για μένα, στην πορεία άρχισα να ξεδιπλώνω ακούσματα, θρύλους και να τα αναλύω κάθε φορά και διαφορετικά.
Η πρώτη επαγγελματική εμφάνιση;
Με τον πατέρα μου παίζαμε σε κοινωνικές εκδηλώσεις, είχα μια εικόνα, όταν σε ηλικία 12 χρόνων ένας συγχωριανός μου στο Ηράκλειο (στις Γούρνες) που παντρευόταν, μου ζήτησε ν’ αναλάβω το γλέντι του γάμου. Με εμπιστεύτηκαν να το «βγάλω» επαγγελματικά και πραγματικά ήταν μια πολύ ιδιαίτερη και ωραία εμπειρία. Κι εγώ το χάρηκα, αλλά τότε δεν καταλάβαινα.
Δηλαδή;
Ήταν ένα μεράκι, ένας ερωτισμός που δεν μπορούσα να ξεδιαλύνω και παράλληλα όπως είπαμε, ένα παιδικό παιχνίδι. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας συνειδητοποίησα το μέγεθος. Η μουσική μ’ έφερε κοντά με σημαντικούς συνεργάτες αλλά κι ανθρώπους που με αγάπησαν, με αγκάλιασαν και μ’ εκτίμησαν, που εκτίμησα κι αγάπησα αντίστοιχα. Και έτσι η πορεία μου στο τραγούδι ήρθε τόσο ωραία, τόσο ανώδυνα, τόσο ευχάριστα με πολύ σεβασμό και εκτίμηση από τον κόσμο που την εισπράττω και μέχρι σήμερα.
Υπήρχε άλλη επαγγελματική επιλογή στο χωριό;
Μόνο να γίνω ένα καλός βοσκός!
Από πού αντλείτε τόση αφοσίωση και περηφάνια για την κρητική μουσική;
Είναι κληρονομικό. Ο παππούς μου έπαιζε λύρα, ο προπάππους μου λύρα, ο αδερφός του παππού μου λύρα, μεγάλοι καλλιτέχνες και πριν τον αιώνα, ο προπάππους μου. Έτυχε θείο δώρο σε μένα, στο όγδοο παιδί της πολύτεκνης οικογένειας του πατέρα μου. Έτυχε σε μένα ο κλήρος να πιάσω τη λύρα και αυτό ήταν κάτι που δεν με κούρασε ποτέ.
Δεν είναι εξαντλητικό, αλήθεια;
Εμείς οι λυράρηδες τραγουδάμε καθιστοί, και για να δημιουργήσεις μια προϋπόθεση, να χαροποιήσεις και να ικανοποιήσεις τον κόσμο, θέλει μεγαλύτερο κόπο, από έναν καλλιτέχνη που κινείται στην πίστα.
Έχω παίξει και τραγουδήσει σε γάμο για 18 ώρες χωρίς να σηκωθώ, χωρίς να νιώσω ψυχική ή σωματική κούραση και το απόλαυσα, μάλιστα! Την επομένη ημέρα βέβαια, το χέρι μου δεν δούλευε! Τώρα τα λέμε αυτά και τα νέα παιδιά δεν μπορούν να το καταλάβουν, αν δεν έχουν ανάλογα βιώματα.
Από τις πρώτες συνεργασίες σας ήταν με τον Νίκο Ξυλούρη.
Ήμασταν ξαδέρφια, οι παππούδες μας αδέρφια. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος και κάναμε κάποιες ελάχιστες εμφανίσεις σε καφενεία του Ηρακλείου, αλλά δύο λύρες δεν πάνε μαζί. Τραγούδησα όμως με τον Σταυρακάκη σ’ ένα μικρό δισκάκι του Ξυλούρη, μαντινάδες, κι έπειτα ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Η εναλλαγή συνεργασίας με τον Γιάννη Μαρκόπουλο πώς προέκυψε;
Ήταν επιθυμία του, συνεργαστήκαμε και κάναμε μαζί έναν δίσκο. Ήταν μια ωραία εμπειρία, μεγάλος δημιουργός, πήρα πολλά πράγματα από τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η μουσική του είχε ηχόχρωμα κρητικό και με συγκινούσε, με γαλήνευε, με διέγειρε να εκφραστώ. Το 1980 δώσαμε μια μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με την πρώτη γραμμή καλλιτεχνών της εποχής, ακόμα και τη Μελίνα Μερκούρη, και ο Μαρκόπουλος αναγκάστηκε να με βγάλει τρεις φορές στη σκηνή από την πίεση του κόσμου, να πω το «Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου».
Στις πιο σκοτεινές στιγμές ενός καλλιτέχνη μια μελωδία είναι γιατρικό;
Η μουσική είναι η ψυχική τροφή στον άνθρωπο, ένα φάρμακο που σε απαλύνει ή σε διεγείρει σε καταστάσεις ευχαρίστησης, χαράς αλλά και λύπης, φτάνει να βρεις την κατάλληλη σε συχνότητα αρμονία.
Ονειρευόσασταν τόση φήμη και δόξα;
Όχι, ποτέ.
Πώς διαχειριστήκατε την καριέρα σας;
Ακολουθώντας το ένστικτό μου. Ωστόσο πάντα είχα γνώμονα και προστάτη τον ίδιο τον κόσμο.
Έχετε αρνηθεί συνεργασίες ακόμα και με κορυφαία ονόματα;
Βεβαίως, τα όχι μου ήταν τα πιο σημαντικά. Δεν πιστεύω πως άλλος καλλιτέχνης έχει αρνηθεί συνεργασίες σαν αυτές που μου προτείνουν. Είχα πει, ακόμα κι αν έρθει το μεγαλύτερο όνομα τραγουδιστή της Ελλάδος ή της Ευρώπης, δεν μπαίνω στο στούντιο αν δεν το θέλω, αν δεν μ’ ενδιαφέρει. Και το λέω αυτό πρώτη φορά τώρα εδώ. Πολλά απ’ αυτά τα γεγονότα, τ’ αναφέρω στην αυτοβιογραφία μου που θα είναι έτοιμη μέχρι τον Μάιο.
Ακόμα κι αν η αμοιβή ήταν πενταψήφια;
Θα σας πω μια ιστορία: Ζώντας στην Κρήτη με τα μαγαζιά μου, δεν ήξερα το σύστημα πώς λειτουργεί εδώ στην Αθήνα. Το 1981 δέχτηκα μια πολύ δελεαστική οικονομική πρόταση από τον επιχειρηματία του κέντρου διασκέδασης «Δειλινά» και παράλληλα μια πρόταση τυχόν συμμετοχής μου στην παράσταση «Καφενείον η Ελλάς» που ανέβαζε η Σμαρούλα Γιούλη με τον Κώστα Λειβαδά στο «Παρκ». Στο θεατρικό ζευγάρι απάντησα όχι αρχικά, εξηγώντας τους πως προηγείτο ένα ραντεβού με τον Θωμά Μιχαηλίδη («Δειλινά»). Ήμουν ειλικρινής.
Κι ανέβασαν το κασέ για να σας δελεάσουν;
Μου είπαν μόνο «μην κλείσεις εκεί, σε θέλουμε πολύ»! Ο νυχτερινός επιχειρηματίας μου πρόσφερε αμοιβή 30.000 δραχμές τη βραδιά, σε μια περίοδο που δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω τσιγάρα. «Πόσο μεγάλο θέλεις το όνομά σου στη μαρκίζα;», με ρώτησε. «Και τι θα λέω;», ανταπάντησα. «Θα σου ενορχηστρώσουμε τραγούδια κρητικά, αμανέδες, ριζίτικα». «Μα αυτά τραγουδώ στο μαγαζί μου στην Κρήτη, πώς θα τα πω εδώ με τόσο μεγάλη ορχήστρα και όργανα; Πώς θα κατέβω μετά στο νησί; Αν είχα έναν έντεχνο δίσκο, θα το έκανα». «Όχι, ευχαριστώ», είπα και γύρισα στο θέατρο, δέχτηκα την πρόταση με αμοιβή 2.500 δραχμές τη βραδιά! Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Είχα την τύχη να αποκτήσω μεγαλειώδεις εμπειρίες μ’ έναν θίασο 75 ατόμων και ήμουν εγώ ο τραγουδιστής.
Μοιραζόσασταν το καμαρίνι με τον Μίμη Φωτόπουλο.
Σπουδαίος άνθρωπος και καλλιτέχνης, ζωγράφος εξαιρετικός. Μου χάρισε μια προσωπογραφία του πατέρα μου φτιαγμένη με κομματάκια γραμματόσημων, η οποία φιγουράρει στο καφενεδάκι που έχουμε ακόμα, στ’ Ανώγεια.
Πιστός όμως για πάντα στη θρυλική «Ντελίνα»!
Πάντα γυρνάω στην Κρήτη, στον λαό που με αγάπησε και μ’ εκτίμησε και μ’ έβαλε σε χώρους που δεν το φανταζόμουν και δεν επιδίωξα ποτέ να εμφανιστώ, όπως στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής. «Ντελίνα» ήταν ο τίτλος στο πρώτο δισκάκι που κυκλοφόρησα το 1969, σημαίνει ωραία κοπέλα, μερακλίνα. Κι έτσι ονόμασα το ιστορικό πια μαγαζί μου, όπου κάθε Κυριακή μεσημέρι τραγουδάω κι έρχεται κόσμος από όλο το νησί. Ο χώρος είναι μεγάλος, χωράει 800 άτομα και περνούμε όμορφα, ευχάριστα απογεύματα, όλοι μαζί μια μεγάλη παρέα!
Κι ο εγγονός στα βήματά σας!
Ναι, ο Βασίλης είναι πλέον μαζί μου στις εμφανίσεις μου και στο «Περιβόλι του Ουρανού» κάθε Τετάρτη, μαζί με την εξαιρετική νεαρή ερμηνεύτρια και πολυτάλαντη μουσικό Ελένη Τορνεσάκη που τραγουδάει έντεχνα αλλά και κρητικά τραγούδια στο πλευρό μου. Στον ίδιο ιστορικό χώρο, εμφανίζεται διαφορετικές ημέρες ο Χρήστος Νικολόπουλος μ’ ένα σπουδαίο σχήμα, με τον οποίο συνεργαστήκαμε πρόσφατα, συμμετέχοντας στον νέο του δίσκο με τον Νίκο Αναγνωστάκη «Τα Απρόοπτα | Κύκλος Β’».
Συμμετείχατε και στις βασιλικές χαρές του πρίγκιπα Νικόλαου με τη Χρυσή Βαρδινογιάννη, στη γαμήλια δεξίωση.
Είμαι φίλος με όλη την οικογένεια κι εκτιμώ ιδιαίτερα πολύ τον «καπετάνιο» Γιώργο Βαρδινογιάννη. Τα παιδιά μας είναι πολύ φίλοι, επίσης. Όταν με πήρε τηλέφωνο, περίπου είκοσι ημέρες πριν τον γάμο, αμέσως δέχτηκα με πολλή χαρά!