Ως τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θεωρεί πως «η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί να καταστήσει ή μάλλον έχει καταστήσει τη Δικαιοσύνη εργαλείο εξυπηρέτησης πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων». Προς τούτο, κρίνει αναγκαίο «η δικαιοσύνη να επανακτήσει τον ρόλο της ως εγγυητή της ισονομίας» κι αυτό πρέπει και «μπορεί να γίνει και νομοθετικά, αμέσως, και μέσω της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης».
Εκτιμά ότι «ο κατακερματισμός της προοδευτικής αντιπολίτευσης διευκολύνει την παραμονή της ΝΔ στην εξουσία» και θεωρεί αναγκαία την «προοδευτική συμπόρευση» με «ειλικρινή διάλογο, προγραμματικές συγκλίσεις και, κυρίως, δέσμευση για μια διακυβέρνηση που να απαντά στις κοινωνικές ανάγκες».
Ζούμε σε μια περίοδο, κατά την οποία ο πολίτης αμφισβητεί τη Δικαιοσύνη, την άλλοτε καταφυγή του αδύναμου πολίτη. Αλήθεια, τι φταίει; Τι απαντά ο νομικός και τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ;
Η κρίση εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη δεν είναι τυχαία. Είναι απόρροια των συστηματικών κυβερνητικών παρεμβάσεων που υπονομεύουν την ανεξαρτησία της, αλλά και της αναξιοπιστίας που εκπέμπει η ηγεσία της, λόγω της συμπόρευσής της με τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης της ΝΔ του «καθεστώτος Μητσοτάκη».
Τελευταίο παράδειγμα, οι πολιτικές, ως μη όφειλε, αναφορές της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου επί της τοποθέτησης του Σωκράτη Φάμελλου για την εξαφάνιση και τον θάνατο του Βασίλη Καλογήρου, γιου της προϊσταμένης της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας, αμέσως μετά την ομιλία, στην ουσία εντολή προς τις δικαστικές Αρχές του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχειρεί να καταστήσει ή μάλλον έχει καταστήσει τη Δικαιοσύνη εργαλείο εξυπηρέτησης πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, παρεμβαίνοντας απροκάλυπτα σε κρίσιμες υποθέσεις και αφήνοντας ατιμώρητες σοβαρές παραβιάσεις της νομιμότητας, του κράτους δικαίου.
Παρατηρείται ατιμωρησία για ισχυρούς παράγοντες, πολιτικούς και οικονομικούς, ενώ υποθέσεις διαφθοράς, και όχι μόνον, κλείνουν άρον άρον ή ωθούνται σε παραγραφή. Ενώ, την ίδια στιγμή, οι πολίτες που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους διώκονται και βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν μηχανισμό που ευνοεί τους φορείς του κράτους καταστολής και τους «ολίγους και ισχυρούς».
Λόγω όλων αυτών, η δικαιοσύνη πρέπει να επανακτήσει τον ρόλο της ως εγγυητή της ισονομίας. Αυτό μπορεί να γίνει και νομοθετικά, αμέσως, και μέσω της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
Με αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη, που στοίχισε τη ζωή σε 57 συνανθρώπους μας, και τα όσα καθημερινά έρχονται στο φως της δημοσιότητας, η κυβέρνηση καταγγέλλει την αντιπολίτευση ότι καλλιεργεί τοξικότητα στην πολιτική ζωή της χώρας. Έχει δίκιο, άδικο, τι απαντάτε;
Η κυβέρνηση επιχειρεί να αποσείσει τις ευθύνες της, εμφανίζοντας το αυτονόητο αίτημα για δικαιοσύνη ως λαϊκίστικο, που αποσκοπεί (δήθεν) στη συκοφάντησή της και εντέλει στην αποσταθεροποίηση της χώρας.
Κάθε φορά που η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός βρίσκονται σε δύσκολη θέση, παραπέμπουν στην αποσταθεροποίηση. Πρόκειται για γνώριμη μέθοδο της Δεξιάς του «καθεστώτος Μητσοτάκη». Όμως η αναζήτηση της αλήθειας και η απόδοση ευθυνών δεν είναι τοξικότητα. Είναι υποχρέωση προς τους πολίτες και, στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών, προς τους συγγενείς των θυμάτων.
Οι ευθύνες της ΝΔ είναι ξεκάθαρες: καθυστέρηση στην εγκατάσταση και εφαρμογή των αναγκαίων συστημάτων για ασφαλείς μετακινήσεις και μεταφορές με τον σιδηρόδρομο, αδιαφορία για τις προειδοποιήσεις των εργαζομένων ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα ασφαλείας (στους σιδηροδρόμους) και συστηματική προσπάθεια συγκάλυψης των γεγονότων μετά την τραγωδία, το έγκλημα.
Σε αυτό το πλαίσιο λειτούργησε και η Εξεταστική Επιτροπή, προκειμένου «να αφαιρεθούν» από το κάδρο των ευθυνών ο τότε υπουργός Μεταφορών και Υποδομών Κ. Αχ. Καραμανλής και άλλα κυβερνητικά στελέχη, για την οποία ο ίδιος ο πρωθυπουργός είπε ότι «δεν ήταν μια καλή στιγμή για τη Βουλή».
Ο λαός και ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεν θα επιτρέψουν να ξεχαστεί το έγκλημα. Ο αγώνας μας δεν αποσκοπεί στην πόλωση, αλλά στην ανεύρεση των υπευθύνων, στην απόδοση δικαιοσύνης και στην αποτροπή νέων τραγωδιών. Αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι η διεκδίκηση της αλήθειας είναι τοξικότητα, τότε είναι προφανές ότι έχει επιλέξει την ατιμωρησία για τους υπεύθυνους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επιμένει στην κατάθεση πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Τι προσδοκάτε από μια τέτοια πρόταση;
Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι μια συμβολική κίνηση, αλλά μια καθαρή πολιτική πράξη. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε την αντίθεσή μας προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΝΔ και να τις αποκρούσουμε. Αλλά και να αναδείξουμε την ανικανότητα και τις αποτυχίες της κυβέρνησης σε όλα τα πεδία, στην οικονομία, στο κράτος δικαίου, στην κοινωνική πολιτική, στα εθνικά θέματα. Μέσω αυτής της διαδικασίας θα επιχειρήσουμε να αναγκάσουμε τη ΝΔ να απολογηθεί για τις πολιτικές που έχουν οδηγήσει στην πολλαπλή κρίση που βιώνει η χώρα, σε όλες τις διαστάσεις της.
Εν προκειμένω, σκοπείται η συσπείρωση των προοδευτικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, ώστε να δοθεί το μήνυμα στους πολίτες ότι υπάρχει εναλλακτική λύση.
Η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, λόγω κατακερματισμού της Κεντροαριστεράς, προϋποθέτει τη σύμπραξη δύο ή και τριών κομμάτων. Αναδεικνύει αυτή η αδυναμία την ανάγκη μιας ευρύτερης συμπόρευσης των κομμάτων της Κεντροαριστεράς απέναντι στην κυβέρνηση;
Ο κατακερματισμός της προοδευτικής αντιπολίτευσης αποτελεί αντικειμενικό πρόβλημα, που τελικά διευκολύνει την παραμονή της ΝΔ στην εξουσία. Ο κατακερματισμός αυτός δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα πολιτικών και στρατηγικών διαφοροποιήσεων του παρελθόντος και της προώθησης μικροκομματικών και προσωπικών επιδιώξεων.
Ωστόσο, οι σημερινές συνθήκες επιβάλλουν να δούμε πέρα από τις διαφορές και να αναζητήσουμε κοινούς τόπους προς προοδευτική κατεύθυνση. Η ανάγκη συμπόρευσης των προοδευτικών δυνάμεων είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία έχει ξεκάθαρα διακηρύξει την ανάγκη για μια προοδευτική διακυβέρνηση. Αυτό απαιτεί συνεννόηση με όλες τις δυνάμεις που τοποθετούνται στον προοδευτικό-δημοκρατικό χώρο και συγκλίσεις σε προγραμματικές θέσεις.
Η πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να επέλθει, αν η κάθε πολιτική δύναμη του προοδευτικού χώρου λειτουργεί για τον εαυτό της.
Ποια κόμματα μπορούν να συμμετέχουν και ποιος ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε ένα τέτοιο εγχείρημα; Οι σύντροφοί σας της Νέας Αριστεράς κρίνετε ότι μπορούν να επιστρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αφού εξέλιπε ο λόγος της διάσπασης;
Η προοδευτική συμπόρευση δεν μπορεί να είναι προϊόν συγκυριακών και μάλιστα εκλογικών επιλογών. Χρειάζεται ειλικρινής διάλογος, προγραμματικές συγκλίσεις και, κυρίως, δέσμευση για μια διακυβέρνηση που να απαντά στις κοινωνικές ανάγκες. Κοινός παρονομαστής πρέπει να είναι η εναντίωση στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, η ενίσχυση της δημοκρατίας και η δέσμευση για ένα κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι όποιες διαφορές μπορούν να γεφυρωθούν μέσω προγραμματικών συγκλίσεων, που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αποτελεί τη βασική δύναμη του ευρύτερου προοδευτικού χώρου και οφείλει να ηγηθεί της προσπάθειας για πολιτική αλλαγή. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να κινηθεί μόνος του. Χρειάζεται μια ευρεία προοδευτική συμπόρευση, με σεβασμό στην αυτονομία όλων των δυνάμεων που μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια.