Εδώ και αρκετά χρόνια, η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια στρατηγική που αποσκοπεί στην αύξηση της επιρροής της στη Μέση Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Αν και μέλος του ΝΑΤΟ, συμπεριφέρεται ως αναθεωρητική δύναμη, η οποία επιχειρεί να αλλάξει την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, διεκδικώντας για τον εαυτό της τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από την πρόσφατη ανάμειξή της στις εξελίξεις στη Συρία, όπου επιδίωξε να επεκτείνει την παρουσία της μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ.
Η πολιτική του αναθεωρητισμού ασφαλώς επηρεάζει άμεσα την Ελλάδα, καθώς η Τουρκία αμφισβητεί συστηματικά εθνικά σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, προσθέτοντας μάλιστα διαρκώς νέες διεκδικήσεις. Οι κατά καιρούς προκλητικές δηλώσεις του ίδιου του κ. Ερντογάν και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών επιβεβαιώνουν ότι η τουρκική αναθεωρητική ρητορική σε βάρος της Ελλάδας δεν υποχωρεί, αντίθετα εντείνεται. Είναι μια ρητορική που προσβάλλει όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, θέτοντας σε κίνδυνο την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα.
Η πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ ενισχύει το περιβάλλον ρευστότητας στην ευρύτερη περιοχή. Κανείς δεν ξέρει ακόμα πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις του προέδρου Τραμπ με τον Ερντογάν, ποιες θα είναι οι προτεραιότητές του στην Ανατολική Μεσόγειο και ποια τα συμφέροντα που θα επικρατήσουν σε μέτωπα, όπως αυτό της Συρίας.
Είναι, επίσης, αβέβαιο το πώς θα διαμορφωθεί τελικά η σχέση των ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη στα θέματα άμυνας.
Φαίνεται όμως ξεκάθαρα ότι η ηγεμονική προσέγγιση που εφαρμόζει σήμερα η γειτονική χώρα θα συνεχίσει να αποτελεί πηγή ανησυχίας για την ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Η Τουρκία είναι μια χώρα με αυξανόμενο πληθυσμό και οικονομική δύναμη, αλλά και με μια αυταρχική ηγεσία, που επιδιώκει να τη μετατρέψει σε ισχυρό περιφερειακό παίκτη.
Σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα οφείλει να σχεδιάσει την πορεία της.
Ασφαλώς η συνέχιση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, στη βάση του διεθνούς δικαίου, είναι η ενδεδειγμένη επιλογή. Και πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα, με εγρήγορση και ετοιμότητα. Χωρίς υποχωρητικότητα και φοβικά σύνδρομα, χωρίς ανεύθυνες φαντασιώσεις.
Η Ελλάδα οφείλει να ασκεί συνεχή διπλωματική πίεση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε οποιαδήποτε πρόοδος στις ευρωτουρκικές σχέσεις να έχει ως προϋπόθεση τη συμμόρφωση της Τουρκίας με το Διεθνές Δίκαιο και τη διασφάλιση των συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οφείλει, επίσης, να εμβαθύνει τις γεωστρατηγικές της συμμαχίες και να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ, αυξάνοντας ταυτόχρονα την προστιθέμενη αξία της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Οφείλει, τέλος, να διασφαλίσει και να επιταχύνει τον ρυθμό ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και να διευρύνει την οικονομική επιρροή της στις βαλκανικές χώρες, όπου -ενώ είχε κατακτήσει στο παρελθόν σημαντική θέση- τα τελευταία χρόνια ο ρόλος της έχει αποδυναμωθεί.
Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι ομοψυχία και συναίνεση, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι τις κατά καιρούς εσωτερικές σκοπιμότητες. Η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, σε μια περίοδο μεγάλων και ανατρεπτικών αλλαγών, είναι μια συνεχής μάχη που επιβάλλει πάνω από όλα σύνεση, θάρρος και ενότητα.