Σε μία ιδιότυπη πολιτική αδράνεια είχε πέσει η κυβέρνηση της ΝΔ από τις 15 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Εκείνη την ημέρα είχε ψηφιστεί ο Προϋπολογισμός του 2025 και ακολούθησε ένα προ-χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν με την ΚΟ στο Μαξίμου, σε κλίμα ευφορίας, και η Βουλή έκλεισε για τις διακοπές. Με την επιστροφή από αυτές, το μεγάλο θέμα ήταν η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Και αυτό έκλεισε στις 15 Ιανουαρίου, όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του Κώστα Τασούλα.
Θεωρητικά, αμέσως μετά η κυβέρνηση θα επέστρεφε σε κανονικούς ρυθμούς δραστηριότητας. Στις 26 Ιανουαρίου όμως έγινε το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο για τα Τέμπη. Όλοι αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος του πλήθους και κάπου εκεί, στην προσπάθεια ερμηνείας και διαχείρισης του φαινομένου, τα πάντα παρέλυσαν.
Επί έναν ολόκληρο μήνα, όλοι ανέμεναν το επόμενο συλλαλητήριο της 28ης Φεβρουαρίου και έπειτα από αυτό, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Με την κυβέρνηση ουσιαστικά σε αδράνεια και «διακοπή εργασιών», η Βουλή ασχολήθηκε αμέσως μετά με την Προανακριτική Επιτροπή και την πρόταση δυσπιστίας. Αφότου ολοκληρώθηκαν και αυτές οι διαδικασίες, όλα τα βλέμματα στράφηκαν πλέον στις 13 Μαρτίου, που είχε προγραμματιστεί (και έγινε) η ορκωμοσία του Κώστα Τασούλα και η ανάληψη καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ημερομηνία έχει σημασία, γιατί, μετά την ορκωμοσία, διαμορφώθηκε ο χρονικός ορίζοντας για τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Και κάπως έτσι λήγει αυτή η τρίμηνη περίοδος της κυβερνητικής απραξίας. Όλα αυτά εξελίσσονται ουσιαστικά στο μέσον αυτής της δεύτερης θητείας του Κυριάκου Μητσοτάκη και σε μία εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, με την κυβέρνηση να δέχεται έντονη κοινωνική πίεση και το διεθνές περιβάλλον να διαμορφώνει μία συνθήκη πρωτοφανούς αβεβαιότητας. Από αυτό το χρονικό σημείο κι έπειτα, ο κ. Μητσοτάκης έχει μπροστά του τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Και αυτό που θα «μετρήσει» τώρα είναι το «από εδώ και πέρα». Από εδώ και πέρα λοιπόν, η κυβέρνηση θα κληθεί να αντεπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις της περιόδου, να «τρέξει» έργα και να υλοποιήσει σχεδιασμούς, ενώ παράλληλα θα έχει να διαχειριστεί και τις δρομολογημένες κοινωνικές αντιδράσεις, που είναι φανερό ότι, μετά από τα συλλαλητήρια, θα προσλάβουν άλλη μορφή και θα ενταχθούν στην καθημερινότητα, είτε πρόκειται για κομματικές εκδηλώσεις είτε όχι.
Aπό εδώ και πέρα, ο Μητσοτάκης καλείται να λειτουργήσει όχι απλώς ως διαχειριστής της κρίσης, αλλά ως ηγέτης που θα θέσει σε εφαρμογή συγκεκριμένα μέτρα για αποτελεσματικότητα, διαφάνεια και ριζική αναμόρφωση, αφοπλίζοντας εκείνους που θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν την τραγωδία των Τεμπών ως πολιτικό εργαλείο. Η επιτυχία αυτής της διαδικασίας δεν θα συμβάλει μόνο στην άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της Δημοκρατίας και της εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση, που έχει μπροστά της τουλάχιστον δύο χρόνια θητείας ακόμη. Από τον βαθμό επιτυχίας στη σύνθετη αυτή πρόκληση, θα αξιολογηθεί και θα κριθεί στις επόμενες εκλογές. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ομολόγησε προ ημερών με σαφήνεια ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα για την κυβέρνηση, αναφέροντας ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μια δήλωση που υπογραμμίζει την ανάγκη για αποφασιστικές κινήσεις και την αναγνώριση της κρίσης ως ευκαιρία για νέο ξεκίνημα.
του Φώτη Σιούμπουρα