Γιατί ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας δεν πρόκειται ποτέ
να συγκροτήσουν έναν πολιτικο-εκλογικό συνασπισμό, για να «κερδίσουν τον Μητσοτάκη»
Πριν από 64 χρόνια, στις 19 Σεπτεμβρίου 1961, ιδρύθηκε η Ένωση Κέντρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στόχος των πολιτικών δυνάμεων που συμμετείχαν τότε στη νέα «συμμαχία προοδευτικών» δυνάμεων ήταν «να κερδίσουν τη Δεξιά», πράγμα που τελικώς κατάφεραν, δυόμισι χρόνια αργότερα με τη σαρωτική νίκη τους με 53%. Η Ένωση Κέντρου ήταν συνασπισμός μικρών κομμάτων. Συμμετείχαν σε αυτήν πολιτικοί από διαφορετικά ρεύματα, από την Αριστερά (Ηλίας Τσιριμώκος) έως την αντικαραμανλική Δεξιά (Στέφανος Στεφανόπουλος). Συνεκτικός κρίκος όλων αυτών ήταν η προσωπικότητα του Γεωργίου Παπανδρέου. Το πολιτικό αυτό γεγονός θα μπορούσε κατά μια έννοια να επαναληφθεί στις μέρες μας, που όλο και πυκνώνουν οι συζητήσεις για την ανάγκη να υπάρξει ένας κεντροαριστερός συνασπισμός, προκειμένου, όπως λένε, να κερδίσει τη ΝΔ του Μητσοτάκη; Ιδιαίτερα μάλιστα τώρα, που υπήρξε και κάποια συνεργασία συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων με την από κοινού υπογραφή της πρότασης δυσπιστίας;
Να σημειωθεί ότι πριν από το 1964 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως επικεφαλής της ΕΡΕ, ήταν κυρίαρχος. Είχε κερδίσει τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958, 1961). Έχασε το 1963, αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου, που κέρδισε, δεν είχε αυτοδυναμία. Και επειδή δεν ήθελε να κυβερνήσει με την «κομμουνιστογενή» ΕΔΑ, οδηγηθήκαμε στις εκλογές του 1964 και στον θρίαμβο της Ενώσεως Κέντρου.
Κάποιοι βρίσκουν πολλές ομοιότητες με το σήμερα, ενώ άλλοι διαφωνούν, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι ίδιες οι συνθήκες. Έτσι ή αλλιώς, υπάρχουν όμως ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς. Και τα οποία σχετίζονται με την αδυναμία των κομμάτων της σημερινής αντιπολίτευσης (των συστημικών κυρίως κομμάτων) να επωφεληθούν από την όποια φθορά της κυβέρνησης.
Κατ’ αρχήν υπάρχει πολυδιάσπαση. Τα τέσσερα αντι-μητσοτακικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας), τα οποία θα μπορούσαν να συγκροτήσουν έναν πολιτικο-εκλογικό συνασπισμό, δεν έχουν καμία ιδεολογική συνάφεια. Έπειτα, απουσιάζει η πολιτική προσωπικότητα που θα μπορούσε, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964, να τους ενώσει ή έστω να τους πείσει για την αναγκαιότητα να υπάρξει μια «προοδευτική» (διαφορετική από την υφιστάμενη) κυβερνητική πρόταση. Αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των κομμάτων της αποκαλούμενης προοδευτικής αντιπολίτευσης περισσεύουν οι μικρομεγαλισμοί, οι ανταγωνισμοί, οι εγωισμοί και η ιδιοτέλεια. Πρωτίστως των ηγεσιών και των συνεργατών τους. Τελευταία παραδείγματα η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και οι εξελίξεις στο δυστύχημα των Τεμπών. Η εντύπωση που έδωσαν, τουλάχιστον ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ότι αυτό που πρωτίστως τους ενδιέφερε ήταν η κατοχύρωση της πρωτοκαθεδρίας στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Αντί για κοινό υποψήφιο, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού για τη μονοκομματική υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Τασούλα, η Χαριλάου Τρικούπη διάλεξε τον Τάσο Γιαννίτση και η Κουμουνδούρου τη Λούκα Κατσέλη.
Ούτε σε αυτό το απλό δεν βρήκαν να συμφωνήσουν. Και δεν συμφώνησαν, επειδή και τα δύο κόμματα είχαν διαφορετική ανάγνωση της πολιτικής σημειολογίας μιας κοινής υποψηφιότητας. Το ίδιο συνέβη και με τα Τέμπη. Τσακώνονταν αν πρώτα έπρεπε να κατατεθεί πρόταση μομφής ή να γίνει Προανακριτική για τον Χρήστο Τριαντόπουλο. Αντί να επικεντρώνουν την κριτική τους στις όποιες κυβερνητικές ευθύνες για το δυστύχημα, αλληλοκατηγορούνταν για τη γνώση της συμπληρωματικής δικογραφίας που εστάλη στη Βουλή. Προτεραιότητά τους δεν είναι η διαμόρφωση αντικυβερνητικού μετώπου, αλλά η υπερίσχυση στην αντιπολίτευση. Η έγνοιά τους δεν είναι να φύγει ο Μητσοτάκης, αλλά ποιο κόμμα θα έρθει δεύτερο. Στόχος τους είναι να ηγηθούν της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι της κυβέρνησης.
Αλλά αυτή θα είναι και η δικαιολογητική βάση για τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν, όπως λέγεται, στο προσεχές μέλλον από κομματικά στελέχη για αλλαγή ηγεσίας «εν πτήσει», εφόσον στις προσεχείς εκλογές, όποτε και αν διεξαχθούν, δεν επιτευχθεί ο στόχος «να νικήσουμε τον Μητσοτάκη».
Μέχρι πρότινος το σενάριο «αλλαγή ηγεσίας εν πτήσει» αναφερόταν στην κυβέρνηση και στην πιθανότητα να αποχωρήσει πριν από τις εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τώρα το σενάριο αυτό αρχίζει και κυκλοφορεί για την αντιπολίτευση. Εάν οι δημοσκοπήσεις συνεχίσουν να δείχνουν στασιμότητα ή και υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ και φθάσουμε στις εκλογές, στις οποίες δεν θα επιτευχθεί ο στόχος να «νικηθεί ο Μητσοτάκης», τότε θα τεθεί εκ νέου θέμα ηγεσίας, αφού ο Ανδρουλάκης εμφανίζεται να μην μπορεί να κεφαλαιοποιήσει υπέρ του ούτε τη φθορά της κυβέρνησης ούτε τη σημαντική υποχώρηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. Από τώρα μάλιστα έθεσε το θέμα αυτό ως πιθανότητα ο πρώην υπουργός και ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Χάρης Καστανίδης. Αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργείται ήδη ένα τέτοιο ενδεχόμενο με «υπονοούμενα» από τον Παύλο Πολάκη.
Το σπουδαιότερο όμως για την αντιπολίτευση είναι ότι στερείται ακόμη και της τυπικής λογικής. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, που θέλουν να εμφανίζονται ότι επιδιώκουν μια «συμμαχία προοδευτικών δυνάμεων» και κατέχονται από φιλόδοξα πολιτικά σχέδια, έχουν παρασυρθεί στη «λογική Κωνσταντοπούλου», η οποία δημοσκοπικά τουλάχιστον ωφελεί μόνον το «αντισυστημικό» κόμμα της. Καλές οι υψηλές στρατηγικές και τα φιλόδοξα πολιτικά σχέδια, όμως αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες, ειδικά στους αβέβαιους καιρούς που ζούμε, είναι μια εναλλακτική αλλά συγκεκριμένη και ρεαλιστική κυβερνητική πρόταση. Και όταν οι αριθμοί δεν βγαίνουν για να σχηματιστεί κυβερνητική πλειοψηφία, θα πρέπει το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, όσοι εν πάση περιπτώσει διεκδικούν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας, να πουν με ποιον και κυρίως πώς θα κυβερνήσουν. Η «λογική Κωνσταντοπούλου» και η τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» προϊόντος του χρόνου αποτελούν μόνο βαρίδι για τα δύο συστημικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Και όσο βρίσκονται εκτός γραμμής του «πειράματος Ένωσης Κέντρου», ακολουθούν την… ουρά της Ζωής και δεν διατυπώνουν κοινό, σοβαρό, ελπιδοφόρο κυβερνητικό πρόγραμμα, τόσο τα ποσοστά τους θα μειώνονται και θα ενισχύονται οι λεγόμενες αντισυστημικές ή ακραίες φωνές.
του Φώτη Σιούμπουρα