Η χώρα χρεοκόπησε πριν από 15 χρόνια. Και για δέκα χρόνια ήταν βυθισμένη στο υφεσιακό τέλμα της κρίσης. Αυτό δεν το λαμβάνουν σοβαρά υπόψη όσοι εκ των πολιτικών δυνάμεων υπόσχονται μισθούς…Λουξεμβούργου και συντάξεις 4.000 ευρώ. Γιατί τα ακούσαμε κι αυτό.
Το να περιμένουμε μισθούς που αντιστοιχούν σε χώρες οι οποίες δεν πέρασαν από την ίδια στενωπό, είναι κάπως ανεδαφικό. Εξάλλου, το επίπεδο ευημερίας μίας χώρας δεν καθορίζεται με υπουργικές αποφάσεις. Οι μισθοί αντανακλούν το μέγεθος και τη δυναμική μίας οικονομίας. Είναι συνάρτηση της προστιθέμενης αξίας που παράγει κάθε οικονομία. Και σημασία δεν έχει πόσα παίρνεις. Σημασία έχει τι μπορείς να αγοράσεις με αυτά. Ένας μισθός 2.000 ευρώ στην Ελλάδα είναι κάτι περισσότερο από καλός, αλλά στο Λουξεμβούργο δεν καλύπτει ούτε τα βασικά. Συνεπώς η αύξηση του κατώτατου μισθού, που άρχισε από την 1η Απριλίου, καλοδεχούμενη μεν από τους εργαζόμενους, αλλά κατ’ αρχήν δεν λέει και πολλά. Ο άνθρωπος που δουλεύει για τον βασικό μισθό αδυνατεί να συντηρηθεί με αυτάρκεια.
Στην Ελλάδα σήμερα, δύο τομείς «τρέχουν» με μεγάλη ταχύτητα: τα ακίνητα και ο τουρισμός. Τα ακίνητα δεν συνεισφέρουν με υψηλή προστιθέμενη αξία. Η συμμετοχή του τουρισμού είναι σημαντική, αλλά πρόκειται για κλάδο που διατηρεί την ανταγωνιστικότητά του και λόγω του κόστους των προσφερόμενων υπηρεσιών. Πιο απλά, αν αυξήσεις πολύ τους μισθούς στον τουρισμό, υπονομεύεις την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος σου.
Συνεπώς αν θέλουμε να δούμε ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, πρέπει να δώσουμε βάση στην παραγωγικότητα, στον πρωτογενή τομέα, και να ενισχύσουμε την ανταγωνιστική εξωστρέφεια και άλλων κλάδων της οικονομίας. Και εκεί θα μετρηθεί η επιτυχία ή η αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής. Στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και στην προσέλκυση επενδύσεων, όχι στις διοικητικές πράξεις που χορηγούν συμβολικές αυξήσεις μισθών.
Το ζητούμενο είναι να υπάρχει ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που να ευνοεί και την καινοτομία, πέρα από τη δημιουργία καφέ ή φούρνου. Και αυτό το περιβάλλον εξακολουθεί στη χώρα μας ναπαραμένει περισσότερο στα χαρτιά, παρά στο πεδίο της πραγματικότητας.
του Φώτη Σιούμπουρα