Η υπόθεση προκάλεσε αναταραχή στα εσωκομματικά της Χαριλάου Τρικούπη
Με ψήφους οκτώ υπέρ και τρεις κατά, η 11μελής Επιτροπή Δεοντολογίας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής αποφάσισε να αναστείλει για διάστημα ενός έτους την κομματική ιδιότητα της Κατερίνας Μπατζελή. Η απόφαση αυτή, που επιβεβαιώνει προηγούμενες πληροφορίες του skai.gr, έρχεται έπειτα από την παραπομπή της για δηλώσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές προς τον πρόεδρο του κόμματος, Νίκο Ανδρουλάκη.
Η υπόθεση προκάλεσε αναταραχή στα εσωκομματικά της Χαριλάου Τρικούπη, καθώς η παρέμβαση της πρώην υπουργού εκλήφθηκε ως αιχμή κατά του προέδρου. Η Επιτροπή Δεοντολογίας άκουσε τα μέλη της να τοποθετούνται ένα προς ένα, πριν καταλήξουν στην ψηφοφορία, η οποία ενέκρινε την εισήγηση για προσωρινή διαγραφή της.
Λίγο πριν ξεκινήσει η διαδικασία, η κ. Μπατζελή, μιλώντας στους δημοσιογράφους έξω από τα γραφεία του κόμματος, σημείωσε: «Δεν έχω παιδεία σε αυτό το όργανο. Τώρα το μαθαίνω. Δεν απολογούμαι. Καλούμαι να δώσω εξηγήσεις. Το υπόμνημα είναι έτοιμο. Θα αποφασίσουμε από κοινού για την επόμενη. Ένας κύκλος ανοίγει και ένας κύκλος κλείνει».
Κατά την ακρόασή της, η ίδια κατέθεσε γραπτό υπόμνημα, στο οποίο αρνείται ότι προέβη σε οποιαδήποτε φραστική επίθεση ή απαξιωτικό σχόλιο προς τον Νίκο Ανδρουλάκη. Μετά την παράδοση του υπομνήματος, μίλησε επί περίπου 25 λεπτά, προτού ξεκινήσει γύρος ερωτήσεων από τα μέλη της επιτροπής.
Σε δηλώσεις της μετά την έξοδό της από τη διαδικασία, η Κατερίνα Μπατζελή τόνισε: «Δεν υπάρχει λόγος παραπομπής. Ζήτησα την πλήρη απαλλαγή. Δεν προκύπτει ούτε προσβολή ούτε μομφή στο πρόεδρο. Αναμένω τα αποτελέσματα για την επόμενη μέρα. Ο γραμματέας θεωρούσε ότι η δήλωση ήταν για τις υποκλοπές. Η Ομάδα Αλήθειας έκανε πολύ μεγάλη επιτυχία. Βρέθηκα στο πειθαρχικό από δικό της κατασκεύασμα».
Τρία από τα μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας διαφώνησαν με την ποινή και – σύμφωνα με πηγές – προτίθενται να ζητήσουν την πλήρη αιτιολόγηση της απόφασης, καθώς θεωρούν ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος για την παραπομπή της πρώην υπουργού.
Η εξέλιξη αυτή, πάντως, δεν αποκλείεται να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των εσωκομματικών διαφωνούντων, εφόσον θεωρηθεί ότι η ποινή είναι δυσανάλογη ή αυστηρή.