Ενώ στα λόγια υπάρχει σχεδόν καθολική συναίνεση για την αναγκαιότητα μεγάλων τομών,
οι εκάστοτε κυβερνώντες εγκλωβίζονται στη διαχείριση της καθημερινότητας
Oι χιλιάδες των εκδρομέων που κινήθηκαν στον Ε65, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους για να γιορτάσουν το Πάσχα, θα είδαν ασφαλώς τις πινακίδες, στις οποίες αναγράφεται ότι ο νέος αυτός αυτοκινητόδρομος χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Ο Ε65 είναι ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα εθνικά έργα που εντάχθηκαν σε αυτό, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 1,4 δισ. ευρώ. Αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Οδού 65,συνολικού μήκους 3.800 χιλιομέτρων. Σχεδιάστηκε ως νέος αυτοκινητόδρομος μήκους 181 χιλιομέτρων, που ενώνει την Ανατολική με τη Δυτική Ελλάδα και τον υφιστάμενο αυτοκινητόδρομο Αθηνών-Θεσσαλονίκης, στο ύψος της Λαμίας, με την Εγνατία Οδό. Πρόκειται για έναν υπερσύγχρονο αυτοκινητόδρομο με παλιά ιστορία. Σχεδιάστηκε τη δεκαετία του ’90, δημοπρατήθηκε το 2007, ξεκίνησε το 2008, διεκόπη το 2011, επανεκκίνησε το 2013, «ξαναπάγωσε» το 2016 και τελικά, μετά από πολλές αποσπασματικές λύσεις, που κόστισαν εκατομμύρια ευρώ, ξανάρχισαν οι εργασίες το 2020 (αναμένεται να ολοκληρωθεί το έργο στις αρχές του επόμενου έτους) με χρηματοδότηση από τους πόρους που προορίζονται για την «επόμενη μέρα» της χώρας. Ένα έργο 30ετίας, που ταλαιπωρήθηκε από κυβερνητικές αλλαγές, γραφειοκρατία, οικονομική κρίση και ασυνέχεια. Ο Ε65 δεν έγινε ανέκδοτο, όπως το Μετρό της Θεσσαλονίκης. Ποτέ δεν υπολογίσαμε τους νεκρούς και τους πολυτραυματίες από τα τροχαία δυστυχήματα στο παλαιό και καθόλου ασφαλές οδικό δίκτυο, ως συνέπεια της καθυστέρησης στην (ακόμη όχι πλήρη) λειτουργία του, όπως από την τραγωδία των Τεμπών, και μετά μετράμε τα θύματα από τη μη υλοποίηση των έργων (αξίας δισ. ευρώ) στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Όλοι, όμως, αναγνωρίζουμε ότι αυτή είναι η εικόνα του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στην Ελλάδα…
Τα περίπου 31 δισ. ευρώ από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης (και τα συνολικά 57 δισ. που «έταξε» το περίφημο «Ελλάδα 2.0») χαιρετίστηκαν στην αρχή ως μια ιστορική ευκαιρία. Ωστόσο, αντί για ολιστικό σχεδιασμό με ορίζοντα 20ετίας, βλέπουμε κατακερματισμένες δράσεις, αποσπασματικές λύσεις και έργα που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες ανάγκες ή απλώς απορροφούν κονδύλια. Φαίνεται ότι χάνουμε μια ακόμη ευκαιρία για τη χώρα, που πάντα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις.
Η Ελλάδα βρίσκεται και σήμερα αντιμέτωπη με δομικά προβλήματα σε όλους τους τομείς που καθορίζουν το βιοτικό επίπεδο του λαού της: οικονομία, παραγωγή, Παιδεία, Υγεία, υποδομές. Και ενώ στα λόγια υπάρχει σχεδόν καθολική συναίνεση για την αναγκαιότητα μεγάλων τομών, οι εκάστοτεκυβερνώντες εγκλωβίζονται στη διαχείριση της καθημερινότητας και στην επικοινωνιακή πολιτική.
«Βγαίνουμε» στα μπαλκόνια και στα τηλεοπτικά παράθυρα καιπροπαγανδίζουμε για «μεγάλα έργα» που ολοκληρώνονται «εδώ και τώρα» (πόσες φορές είχε ανακοινωθεί η ολοκλήρωση των έργων του Ε65, για να μη μιλήσουμε για το Μετρό Θεσσαλονίκης) και αφήνουμε τα σπουδαία στο περιθώριο. Πρώτα,όμως, να συμφωνήσουμε ποια είναι τα «σπουδαία». Είναι τα μεγάλα εθνικά έργα, π.χ., στους τομείς της οικονομίας, της Υγείας, της Παιδείας, της ασφάλειας και εν προκειμένω ο εκσυγχρονισμός των σιδηροδρόμων, για τα οποία απαιτείται συναίνεση και όχι «κοκορομαχίες». Άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες προκλήσεις βρήκαν απαντήσεις: Η Ιρλανδία, με το National Economic and Social Council, πέτυχε τη συστηματική συνεργασία πολιτικών, ακαδημαϊκών και κοινωνικών εταίρων και συνέβαλε καθοριστικά στη μεταμόρφωση της οικονομίας της από τη δεκαετία του ’80. Οι «Εθνικές Συμφωνίες» που προώθησε αποδείχθηκαν καταλυτικές για τη δημιουργία του «Κέλτικου Τίγρη».Η Φινλανδία, με το «Committee for the Future», διαμόρφωσε στρατηγικές δεκαετιών σε κρίσιμους τομείς, όπως η ψηφιακή οικονομία και η εκπαίδευση – και έγινε σε αυτούς σημείο αναφοράς σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη και η Πορτογαλία, που βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού σχεδόν ταυτόχρονα με εμάς, έφτιαξε το «Portugal 2030», με το οποίο βελτίωσε την απορρόφηση και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω ενός πλαισίου που υπερβαίνει τις κυβερνητικές αλλαγές. Πρόκειται για θεσμούς που προσφέρουν συνέχεια και συνέπεια στις δημόσιες πολιτικές, με χαμηλό κόστος και υψηλή αποτελεσματικότητα.
Στη χώρα μας θα μπορούσαμε, θεωρητικά, να αναβαθμίσουμε υφιστάμενα όργανα ή να δημιουργήσουμε νέα με διαφοροποιημένη σύνθεση και θητεία και με στελέχωση από ικανά, έμπειρα στελέχη (προς αποφυγήν η στελέχωση του ΕΟΔΑΣΑΑΜ), όχι ως ακόμη ένα γραφειοκρατικό επίπεδο, αλλά ως θεσμικό αντίβαρο στον βραχυπρόθεσμο σχεδιασμό. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια (που μαζί με το ΕΣΠΑ θα μπορούσαν να φτάσουν και τα 72 δισ. ευρώ έως το 2027) θα ήταν ιδανική ευκαιρία για μια τέτοια πρωτοβουλία. Αντί να διαχειριστούμε τα δισεκατομμύρια με τη λογική της απορρόφησης και της επιμέρους στόχευσης (επιδόματα), θα μπορούσαμε να τα είχαμε αξιοποιήσει ως καταλύτη για ένα νέο μοντέλο στρατηγικού σχεδιασμού, που θα συνεχίσει να λειτουργεί και μετά την εξάντληση των πόρων. Η οποία δεν είναι μακριά. Ιδέες, πρότυπα, παραδείγματα υπάρχουν. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η βούληση του πολιτικού συστήματος να υπερβούμε τη λογική του μικροκομματικού ανταγωνισμού προς όφελος ενός εθνικού σχεδιασμού και με στόχο την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων.
Κάπως έτσι, συνεχίζουμε με αποσπασματικές λύσεις που, μοιραία, ακυρώνονται στις επόμενες (ή μεθεπόμενες) εκλογές. Όπως αποσπασματικά και με καθυστέρηση ετών ολοκληρώνεται(;) του χρόνου και ο Ε65.
του Φώτη Σιούμπουρα

