Για κάποιον λόγο που ίσως δεν έχει αναλυθεί επαρκώς ιστορικά, οι κυβερνήσεις στη δεύτερη θητεία τους χάνουν τον μεταρρυθμιστικό τους οίστρο, κάνουν πολύ περισσότερα λάθη, δείχνουν τάσεις εσωστρέφειας, αλλά -όπως είναι φυσικό- δείχνουν και συμπτώματα κόπωσης. Και όλα αυτά τη στιγμή που οι ανοχές του εκλογικού σώματος είναι εξ ορισμού απείρως λιγότερες σε σχέση με την πρώτη θητεία. Από τον κανόνα αυτόν δεν ξέφυγε βέβαια και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Που μετά από μια πολύ καλή πρώτη τετραετία, ξεκίνησε τη δεύτερη νωθρά, ως απόρροια της ευρείας νίκης της που μάλλον αιφνιδίασε και την ίδια, δείχνοντας αδυναμία διαχείρισής της.
Η μη αναμενόμενη απώλεια κάποιων μεγάλων δήμων και περιφερειών στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, η κακή επίδοση στις ευρωεκλογές και βεβαίως το κυρίαρχο θέμα των Τεμπών, για το οποίο αναπτύχθηκαν μεν θεωρίες συνωμοσίας,αλλά και η κυβέρνηση ακολούθησε εσφαλμένη επικοινωνιακή τακτική και διέπραξε λάθη, επέτειναν τη φθορά και περιέπλεξαν την κατάσταση.
Ωστόσο, η περίπτωση Μητσοτάκη διαφέρει ουσιωδώς απ’ όλες τις προηγούμενες.Γιατί, παρά την αναμφισβήτητη φθορά, ο Μητσοτάκης εξακολουθεί, έστω και σημαντικά πληγωμένος, να κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό με διακριτή διαφορά από τους αντιπάλους του. Και αυτό είναι μάλλον πρωτοφανές φαινόμενο στη Μεταπολίτευση.
Αλλά και γιατί σε όλες τις προηγούμενες ιστορικές περιπτώσεις, υπήρχε ισχυρή και ανερχόμενη αντιπολίτευση, με αφήγημα που έπειθε.Και όχι το κατακερματισμένο συνονθύλευμα που υπάρχει σήμερα.
Αλλά φτάνουν αυτά για ν’ αλλάξει το τωρινό τοξικό κλίμα και να επανέλθουμε στην προ των Τεμπών κανονικότητα; Τώρα μάλιστα που άρχισαν να «ξεφτίζουν» η μία μετά την άλλη οι θεωρίες συνωμοσίας που είχαν αναπτυχθεί(καταρρέουν σιγά-σιγά τα fakenews περί μπαζώματος, μεταφοράς εύφλεκτου υλικού, «εξαέρωσης» βαγονιών κ.ά.). Ασφαλώς και όχι. Θα χρειαστεί έργο χειροπιαστό από την κυβέρνηση και διπλάσια προσπάθεια, στα δύο και κάτι χρόνια που απομένουν μέχρι τις εκλογές.
Η κυβέρνηση οφείλει να αφήσει όσους καλλιεργούν ισοπεδωτικό κλίμα να αυτο-επιβεβαιώνονται από τον αλγόριθμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να ασχοληθεί με την καθημερινότητα και τα ζητήματα που καίνε τους πολίτες. Αυτά κρίνουν τις εκλογές, όχι τα viral. Αυτό θέλουν τελικά, ακόμη κι εκείνοι που τη βρίζουν ολημερίς και ολονυχτίς στον μικρόκοσμο μιας οθόνης κι ενός κοινωνικού δικτύου,καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως… «επελαύνουμε».
Ο λαϊκισμός που ηττήθηκε και το ’19 και το ’23, με αφορμή μια ανθρώπινη τραγωδία, έχει ξανασηκώσει κεφάλι. Και απειλεί, όπως μας διαβεβαιώνουν μάλιστα κορυφαία στελέχη της «αντισυστημικής» αντιπολίτευσης, να επανέλθει δριμύτερος και να ξηλώσει ό,τι καλό έγινε την τελευταία εξαετία, ξαναβάζοντας τη χώρα σε περιπέτειες.
Επί της ουσίας, αυτά που ζούμε σήμερα είναι στην πραγματικότητα μια διαπάλη μεταξύ λογικής και παράνοιας. Δύσκολη μάχη, όχι όμως εκ των προτέρων χαμένη. Και πάντως όλα θα εξαρτηθούν από τις αντοχές του μετώπου της λογικής.
του Φώτη Σιούμπουρα